13 Απριλίου 2021

Ἀνάγκη νά ἐξιχνιάσωμε τήν ταυτότητα τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. ~ 6/14 ~

†.Ἀγαπητοί μου συνεχίζομε ἀπό τό βιβλίον τῆς Σοφίας Σειράχ. Εὑρισκόμεθα εἰς τό 24ο κεφάλαιον, πού ἀναφέρεται ὁλόκληρο τό κεφάλαιον εἰς τήν Ἐνυπόστατον Σοφία τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ Ἐνυπόστατος θά πῆ προσωπική, πρόσωπον, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό σέ κάθε θέμα μας, μέχρι πού νά τελειώση τό 24ο κεφάλαιον, γιατί ὁλόκληρο ἐκεῖ ἀναφέρεται, πάντοτε θά σᾶς τό ἀναφέρω, γιά νά σᾶς τό ὑπενθυμίζω. Πρόκειται λοιπόν γιά τό δεύτερον πρόσωπον της Ἁγίας Τριάδος, διά τόν Θεόν Λόγον, πού ἔχει εἰδικήν περίπτωσιν μέ τό ὄνομα «Σοφία τοῦ Θεοῦ». Καί διά νά μή νομισθῆ ὅτι ἡ Σοφία αὐτή εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια, ὅπως εἶναι στούς Ἕλληνες, γι’ αὐτό ἀκριβῶς λέμε «Ἐνυπόστατος Σοφία». Εἶναι ὁ μετέπειτα Ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος. Καί στήν ἔρευνα αὐτή, πού ἡ Γραφή μᾶς προκαλεῖ καί μᾶς προσκαλεῖ, εἶναι γιά νά διαπιστώσωμε, τοῦ ποιός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε πλέον ὅτι ἔχομε τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀλλά δέν γνωρίζουμε τήν ταυτότητά Του. Ἔτσι, τό ἐρώτημά του, δέν περιορίζεται στήν ἐποχή πού ὁ Χριστός τό ἔθεσε, ἀλλά σέ κάθε ἐποχή. «τίνα μέ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου»; (Ματθ. 16, 13)
Τί λένε γιά μένα οἱ ἄνθρωποι; τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου; Δέν εἶπε τόν «υἱόν τοῦ Θεοῦ», διότι πρέπει νά ἀνακαλύψης, διά τοῦ ἀνθρώπου, τήν Θεότητα, ἀλλά καί πρέπει νά ἀνακαλύψης διά τῆς Θεότητος τήν ἀνθρωπίνη φύση. Ἐδῶ δέ, στήν Π. Δ., ὅταν γίνεται ἀναφορά τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, καλούμεθα διά τῆς θείας φύσεως, νά ἀνακαλύψωμε στίς ἐκφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, δηλ. τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας. Θά τό δῆτε, ἐξ ἄλλου καί θέμα μας εἶναι σήμερα.
Βέβαια ἔχομε κάνει μόνον ἑπτά χωρία ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀρχίσαμε, εἶναι τό 6ον θέμα μας σήμερα καί βλέπετε ὅτι μᾶς ἀπασχολεῖ μόνο ἕνα χωρίον ἀπό τό βιβλίον τῆς Σοφίας Σειράχ, ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἡ Σοφία ἀπύθμενος, ἡ γνῶσις πολύ βαθειά, πολύ μεγάλη καί μετά εὐλαβείας καί προσοχῆς πρέπει νά προσερχόμεθα εἰς τήν Ἁγία Γραφή, εἰδικότερα δέ τώρα εἰς αὐτό τό κεφάλαιον εἰς τό ὁποῖον γίνεται λόγος περί τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας.

   Τό 7ον χωρίον τό εἴχαμε ξεκινήσει. Δέν τό ἀναλύσαμε ὁλόκληρο. Σᾶς τό διαβάζω ξανά : «μετά τούτων πάντων ἀνάπαυσιν ἐζήτησα καὶ ἐν κληρονομίᾳ τίνος αὐλισθήσομαι».
Ὁμιλεῖ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία καθ’ ἑαυτήν. Ἐδῶ λέγει: «μεταξύ ὅλων αὐτῶν τῶν λαῶν καί ἐθνῶν, ἐζήτησα καταυλισμόν καί κατοικία γιά νά ἀναπαυθῶ καί διερωτήθηκα στή χώρα τίνος θά ἐγκατασταθῶ».
Βλέπετε ἐρωτᾶ ἑαυτήν, τόν ἑαυτό της ἐρωτᾶ, γιατί ποιόν ἄλλον νά ἐρωτήση; Δέν ὑπάρχει παρά μόνον ὁ Θεός Πατήρ, τόν ὁποῖον θά δοῦμε μετά τί εἶπε τῆς Σοφίας, ὁ Πατήρ. Κάνει βέβαια ἐδῶ, πολύ μεγάλη ἐντύπωση, θά ἐπαναλάβω μερικά ἀπό τήν περασμένη φορά, ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ἐνῶ τά πάντα ἐξουσιάζει, καί τόν οὐρανό καί τή γῆ καί τούς λαούς, νά θέτη ἐρώτημα ἀναπαύσεως καί κατοικίας. Εἶναι περίεργο λίγο, ἀφοῦ ὅλα τῆς ἀνήκουν, ὅλα δικά της. Ἀλλά ζητᾶ ἡ Σοφία κατοικία; Θά τό δοῦμε. Καί ἡ ἀνάπαυσή της βέβαια, ὅπως λέγει, εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Τί σημαίνει ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ; Τήν λέξη τήν βρίσκομε πολύ συχνά στήν Π. Δ., ὅπως καί τήν λέξη «κατάπαυση». Καί «ἀνάπαυση» καί «κατάπαυση» ἐδῶ οἱ λέξεις εἶναι συνώνυμες. Εἶναι μία ἀνθρωποπαθής ἔκφρασις, πού δείχνει ὅτι ὁ Θεός «ξεκουράζεται». Βέβαια ὁ Θεός δέν κουράζεται. Ἀναμφισβήτητα. Γι’ αὐτό σας εἶπα ὅτι εἶναι μία ἀνθρωποπαθής κατάστασις. Θέλει νά δείξη ὅτι ὁ Θεός ἀναπαύεται, ξεκουράζεται, εὐαρεστεῖται νά ὑπάρχει εἰς τούς ἁγίους ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτό πού λέμε εἰς τήν Θεία Λειτουργία, «ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος». Σύ ὁ ὁποῖος ἀναπαύεσαι εἰς τούς ἁγίους. Καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ἀπ’ ὅπου βεβαίως παίρνει αὐτήν τήν θέσιν ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τάδε λέγει Κύριος ὁ Ὕψιστος, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν τὸν αἰῶνα, ἅγιος ἐν ἁγίοις ὄνομα αὐτῷ, Κύριος Ὕψιστος ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος …», τ’ ὄνομά του; Ὁ ἅγιος ἀνάμεσα στούς ἁγίους. Αὐτό, λέγει, εἶναι τό ὄνομά του, «ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος», ὁ ὁποῖος ἀναπαύεται, λέγει, ἀνάμεσα εἰς τούς ἁγίους. Ἡ ἔννοια, λοιπόν τῆς ἀναπαύσεως τῆς Σοφίας εἶναι ὅτι ἐζήτησε ἀπό τίς ἐλεύθερες προαιρέσεις τῶν λογικῶν ὄντων, δηλ. τῶν ἀνθρώπων, ἀνταπόκρισιν, ἀναγνώρισιν, εὐχαριστία, δοξολογία.
   Θυμηθεῖτε τό ὅραμα τοῦ προφήτου Ἠσαΐου, πού εἶναι καταγραμμένο στό 6ο κεφάλαιο, πού εἶδε, λέγει, τόν Κύριο ἐπί θρόνου ἐπηρμένου καί τά Χερουβίμ κλπ. κλπ. Γιατί τά Χερουβίμ εἶναι γύρω ἀπό τόν θρόνον, κάτω ἀπό τόν θρόνον, περί τόν θρόνον; Θρόνος εἶναι ἔκφρασις ἀναπαύσεως. Ὅταν κάθομαι σέ μία καρέκλα, αὐτό δείχνει ἀνάπαυση. Ἔκφρασις λοιπόν, προσέξτε. Αὐτά εἶναι θεῖες πραγματικότητες, πέρα ἀπό κάθε περιγραφή, ἄκτιστες καταστάσεις, πού δέν μποροῦμε παρά νά τίς ἐκφράσουμε μέ κτιστά λόγια, κτιστά ρήματα, ἐνῶ αὐτά ὅλα εἶναι ἄκτιστα καί δέν δύνανται νά ἐκφρασθοῦν. Ἐκφράζονται ὅμως μέ πράγματα, θέματα, εἰκόνες, ἀπό τόν κτιστόν μας κόσμον. Τί σημαίνει λοιπόν ὅτι εἶναι ἐπί θρόνου; κι ἐκεῖ ξέρετε, εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Ἐνθυμεῖσθε τά θέματα πού ἔχομε κάνει στή Λάρισα, πρίν ἀπό τρία χρόνια, γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό, ὅτι εἶναι «ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου» ( Ἡσ. 6, 1) καί ὅπως ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς ἀποκαλύπτει, αὐτός εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Στό Εὐαγγέλιο του μᾶς τό λέγει αὐτό: «ὅτι κινοῦνται οἱ οὐράνιες δυνάμεις καί ἐπ’ αὐτῶν ἀναπαύεται», δηλ. εὐαρεστεῖται. Γι’ αὐτό καί οἱ οὐράνιες αὐτές δυνάμεις, Χερουβίμ, Σεραφίμ, ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι κλπ. κλπ., ὑμνοῦν καί δοξολογοῦν τόν Κύριον εἰς τό διηνεκές. Θυμηθεῖτε καί τόν ὕμνον «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ …», πού ἦταν, λέει, πλῆθος ἀγγέλων, στρατιά ἀγγέλων κλπ., δηλ. σέ ὅλα αὐτά τά πρόσωπα, τίς ὑπάρξεις, ἀναπαύεται ὁ Θεός.
Ἡ ἔννοια, λοιπόν τῆς ἀναπαύσεως εἶναι ὅτι ἐζήτησε, ὅπως σᾶς εἶπα, ἀπό ἐλεύθερες προαιρέσεις, γιατί βεβαίως δέν ἀναπαύεται εἰς τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δέν ἀναπαύεται εἰς τούς δαίμονες, ζήτησε τήν ἀνταπόκρισιν. Ὁ Θεός Λόγος λοιπόν ἀναπαύεται καί εἰς τούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό ἔκανε τόν ἄνθρωπο. Ἀναπαύεται στήν κοινωνία τῶν πρωτοπλάστων! Αὐτό τό βλέπομε ὅταν ἐπισκέπτεται τούς πρωτοπλάστους. Καί συνομιλεῖ μαζί τους. Πῶς; δέν γνωρίζομε. Τό θέμα εἶναι ὅτι ὁ Θεός Λόγος, πάντα ὁ Θεός Λόγος, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶναι Ἐκείνη πού φαίνεται· ὁ Πατήρ δέν φαίνεται. Γιατί εἰς τόν κόσμον, στόν κτιστόν κόσμον στέλλεται πάντοτε ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Εἶναι τά πρόσωπα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἔχουν τήν σχέση τους - κρατῆστε αὐτή τή λεξούλα - τή σχέση τους, μέ τόν κτιστόν κόσμον. Θά τό δοῦμε λίγο πιό κάτω ἄν ὄχι σήμερα, τουλάχιστον τήν ἐρχομένη φορά. Λοιπόν ἀνεπαύετο εἰς τούς πρωτοπλάστους. Γιατί ἀνεπαύετο; Διότι ἔκανε τόν ἄνθρωπο σύμφωνα μ’ ἐκεῖνο πού θά ἐγίνετο ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. Θά τό δοῦμε καί παρακάτω αὐτό. Δέν πειράζει ἄν κάνω παλιλλογία, δηλ. λέω καί ξαναλέω μερικά· γιά νά ἑδραιώνονται. Δέν ἔγινε ὁ Ἀδάμ πρῶτα καί μετά ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Πρῶτα ἔγινε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου καί μετά ὁ Ἀδάμ, ἔστω κι ἄν αὐτό χρονικῶς εἶναι πρωθύστερον. Δέν ἔχει σημασία. Ἔγινε ὅμως βάσει ἑνός σχεδίου. Τό σχέδιον ἦτο, τί θά ἦτο ὁ Θεός Λόγος, τί θά ἐγίνετο.
Ἔτσι λοιπόν ἀνεπαύετο μέ τήν παρουσία τῶν πρωτοπλάστων. Δυστυχῶς, δέν μπόρεσαν νά τό βαθύνουν αὐτό οἱ πρωτόπλαστοι καί ἔχασαν αὐτήν τήν κοινωνίαν. Εἶναι γνωστή ἡ ἱστορία τῶν πρωτοπλάστων. Ἐξορίσθησαν ἀπό τόν Παράδεισον καί πιά δέν ἦταν μαζί τους ὁ Θεός, κατά αἰσθητόν - ὑπογραμμίζω τή λέξη - αἰσθητόν τρόπον. Πόσο αἰσθητόν; Δέν ξέρομε. Ἀργότερα θά εἶναι ὑπέρ αἰσθητόν τρόπον, ὅταν θά Ἐνανθρωπήση. Καί πάλι δέν κατανοήθηκε, τουλάχιστον ἀπό τό λαό του. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἀπόγονοί τοῦ Ἀδάμ, βέβαια διεφθάρησαν. Καί ζητᾶ τώρα ὁ Θεός νά βρῆ ἄξιους τῆς κοινωνίας του. Ζητᾶ, ἀναζητᾶ: «Κύριος, λέγει ὁ 13ος ψαλμός, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν, σάν ἀπό παράθυρο ἔσκυψε γιά νά δῆ κάτω ἀπό τό παράθυρο - βλέπετε ὅλα εἶναι ἀνθρωπομορφικά - ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιῶν ἤ ἐκζητῶν τόν Θεὸν. πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». (Ψαλμ. 13ος , 2) Τουλάχιστον κάποιος νά ἀναζητᾶ... τίποτα.
Εἶναι βέβαια ἀπογοητευτικό γιά τούς ἀνθρώπους αὐτό. Ἀλλά αὐτός ἦταν ὁ θλιβερός καρπός ὁπωσδήποτε τῆς πτώσεως. Κι ὁ Θεός τώρα βρίσκει κάποια μεμονωμένα πρόσωπα, μέσα στήν πορεία τῆς ἀνθρωπίνης Ἱστορίας, πού ἐκεῖ ἀναπαύεται.
Ὅπως εἶναι ὁ Ἐνώχ, ὁ ὁποῖος, λέγει, «…καὶ εὐηρέστησεν δὲ Ἐνώχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεὸς». (Γέν. 5, 24) Δύο πρόσωπα ἔχομε πού ἔχουν μετατεθεῖ, ἄνευ θανάτου, εἶναι ὁ Ἐνώχ καί ὁ Ἠλίας. 
Ἀκόμη ἀνεπαύθη εἰς τόν Νῶε, ἀνεπαύθη εἰς τόν Ἁβραάμ καί σέ ἄλλα πρόσωπα. Μάλιστα πρίν ἀπό τοῦ νά δημιουργηθῆ ὁ λαός τοῦ Ἁβραάμ. Φερ’ εἰπεῖν ὁ Μελχισεδέκ ἦταν σπουδαῖον πρόσωπο! Ἦτο γνώστης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ 2ος ψαλμός, εἶναι κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, δηλ. σύμφωνα μέ τόν Μελχισεδέκ καί ὄχι κατά τήν τάξιν τοῦ Ἀαρών. Γιατί ὁ Μελχισεδέκ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστεως δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ νόμου, ἐξ ἄλλου ὁ νόμος ἀκόμη δέν εἶχε δοθεῖ.
 Ἔτσι βλέπει κανένας ὅτι ὁ Θεός Λόγος, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ἀναπαύεται σέ κάποια πρόσωπα. Σάν ἔκφραση, θά λέγαμε αὐτῆς τῆς ἀναζητήσεως, βρίσκομε τίς ἑξῆς διατυπώσεις, τό λέει ὁ ἀπ. Πέτρος στίς Πράξεις: «εὗρον Δαυΐδ, τὸν τοῦ Ἰεσσαί ἄνδρα κατά τὴν καρδίαν μου, ὅς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου», πού θά κάνει ὅλα τά θελήματά μου. Βρῆκα κατά τήν καρδία μου. Ἄρα λοιπόν ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἀναπαύεται εἰς τόν Δαυΐδ.
Ὁ Δανιήλ ἀποκαλεῖται «ἀνήρ ἐπιθυμιῶν». Ἄν ἔπρεπε αὐτό νά τό ἀποδώσωμε, θά λέγαμε «ἀξιαγάπητος ἄνδρας». Ἀκόμη λέγει ἐκεῖ στήν Π. Δ., εἶναι καί στήν Κ. Δ. γραμμένο: «τὸν Ἰακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἠσαῦ ἐμίσησα». Γιατί; διότι ἡ Σοφία ἀναπαύεται ἀνάμεσα εἰς τούς ἁγίους ἐκείνους πού τηροῦν τά θελήματά της. Ἐν προκειμένω γιατί μισεῖ τόν Ἠσαῦ, πού εἶναι καί πρωτότοκος; Διότι ἐφαύλισε , λέγει, τά πρωτοτόκιά του. Εἶπε: «Τώρα ἐγώ πεινάω πεθαίνω ἀπό τήν πείνα, κι ἐσύ μοῦ μιλᾶς γιά πρωτοτόκια; Πάρτα! εἶπε στόν Ἰακώβ τόν ἀδελφό του. Ξέρετε τί σήμαινε αὐτό; «Δέν θέλω νά γίνω ἐγώ πρόγονος τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας», ὅταν θά ἐλάμβανε ἀνθρωπίνη φύση. Τό εἴδατε; Γι’ αὐτό λέγει «ἐμίσησα». Πήγαινε δηλ. ὁ Ἠσαῦ, οὕτως εἰπεῖν - γιατί ὁ πρωτότοκος ἔπρεπε νά εἶναι- πήγαινε νά ματαιώση, ναί, ναί, τό σχέδιον τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Ὅπως καί ὁ διάβολος, ἔβαλε τόν Κάϊν νά σκοτώση τόν Ἄβελ, γιά νά ματαιώση τό πρόγραμμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἀλλά εἶναι ἀνόητο πρᾶγμα· ὅταν ὁ Θεός ἔχει ἕνα σχέδιο, οὐδέποτε ματαιοῦται. Μπορεῖ νά περάση ἀπό μονοπάτια ἀνύποπτα, θά πραγματώση ὅμως ὁ Θεός τό σχέδιό του. Ἔτσι ἐδῶ βλέπει κανένας ὅτι ὁ Θεός Λόγος ἀναπαύεται.
Ὁ Χριστός τό εἶπε ὡς ἑξῆς· δέν μποροῦσε νά πῆ κάτι διαφορετικό, εἶναι τό ἴδιο πρόσωπον, μήν τό ξεχνᾶτε. Δέν ἔχομε δέ δύο πρόσωπα εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τό δεύτερον πρόσωπον. Ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, ἐπῆρε μέν ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπίνη φύση, ἀλλά παρέμεινε ἕνα πρόσωπον. Αὐτό εἶναι ὁμοίως κάτι τό θαυμαστόν, τό ἀκατανόητο, τό ἀντιλογικόν. Δέν ἔχομε δύο πρόσωπα. Δέν μπῆκε μέσα σέ ἕναν ἄνθρωπο γιά νά ’χουμε δύο πρόσωπα. Ἀλλά ἔγινε ἄνθρωπος πού σημαίνει ὅτι εἶναι ἕνα πρόσωπον.
Εἶπε ὁ Χριστός: «ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρός αὐτὸν ἐλευσόμεθα, θά ’ρθοῦμε, καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Τί θά πῆ αὐτό; δέν σημαίνει τίποτε ἄλλο, παρά ὅτι ζητάει αὐτήν τήν κατοικίαν. Νά μείνη στόν ἄνθρωπο, πού τόν ἀγαπᾶ. Καί ἔτσι ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός, ἄν τό θέλετε, κι ὄχι μόνον ὁ Θεός Λόγος, νά βρῆ ἀνάπαυση.
Κάνει ἐντύπωση ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία φέρεται ἄοικος. Ἔκανε τά πάντα καί δέν ἔχει σπίτι. Ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, πού χτίστηκε, δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά ἕνα ἀντίτυπον κατ’ αἰσθητόν τρόπον, πού θά ἐφαίνετο ὅτι ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἀπέκτησε οἶκον. Ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά οἶκος ποιός εἶναι; Οὐσιαστικά δέν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος. Ἦτο ἀντίτυπον. Ἀληθινός οἶκος τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας, θά ἦτο ἡ Θεοτόκος! Οἶκος· ζωντανός οἶκος τοῦ Θεοῦ Λόγου! Μέ κάθε τρόπο δηλ. ζητᾶ νά εἶναι ὁ Θεός Λόγος κοντά εἰςτήν δημιουργία του καί μάλιστα κοντά εἰς τούς ἀνθρώπους. Τό βρίσκομε αὐτό εἰς τά σοφιολογικά βιβλία, πολύ καθαρά διατυπωμένο.
Ὅταν ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ τελικά ἐπέλεξε τόν Ἰσραήλ, μετά τήν ἐπάνοδο ἀπό τήν Αἴγυπτον, ὅταν εἶναι στό δρόμο της ἐπιστροφῆς, - δηλ. 40 χρόνια ἔμειναν στήν ἔρημο -καί τώρα ἐπιστρέφουν στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἐζήτησε νά τῆς ἀνοικοδομηθῆ οἶκος, ναός.
Αὐτό πραγματοποιήθηκε, 
ἐνῶ ἔφθασαν εἰς τήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, πραγματοποιήθηκε ὕστερα ἀπό 500 χρόνια! Πότε; μετά πού ἔφυγαν ἀπό τήν Αἴγυπτο - ἔφυγαν τόν 15ον αἰῶνα - καί τόν 10ον αἰῶνα ὁ Σολομών κτίζει οἶκον εἰς τόν Κύριον. Εἶναι ὅμως πολύ χαρακτηριστικά ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέγει στόν Δαυΐδ διά τοῦ προφήτου Νάθαν. Ἀκοῦστε νά δεῖτε τί λέγει: «καὶ ἐγένετο τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ ἐγένετο ῥῆμα Κυρίου πρὸς Νάθαν λέγων· ἐκείνη τή βραδιά, δόθηκε προφητεία εἰς τον Νάθαν ἀπό τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, πορεύου, πήγαινε, καὶ εἰπὸν πρὸς τὸν δοῦλόν μου Δαυΐδ·, πήγαινε καί πές εἰς τόν δοῦλο μου τόν Δαυΐδ, τάδε λέγει Κύριος· οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον τοῦ κατοικῆσαὶ με·» (Βασ.Β΄ 7, 4-5) δέ θά μοῦ κτίσεις ἐσύ οἶκον γιά νά κατοικήσω, - τώρα λέω ἐγώ περισσότερα, γιατί κι ἀλλοῦ εἶναι γραμμένα ἔτσι - ἀλλά ὁ γιός σου ὁ Σολομών. Τό γιατί; Γιατι, λέει, εἶσαι, λέγει, ἀνήρ αἱμάτων. Σημειώσατε ὅτι ὁ Σολομών ἦτο εἰρηνικός βασιλεύς· 40 χρόνια ἐβασίλευσε καί στήν ἐποχή του δέν ἔγινε ποτέ οὔτε ἡ πιό μικρή πολεμική σύρραξις. Καί ὄχι μόνον αὐτό. Εἶναι καί πολλά ἄλλα.
Εἶναι αὐτό πού λέμε: «ἔχεις κώλυμα, ἔχεις ἐμπόδιο νά γίνης ἱερεύς». Ἕνα ἀπό τά κωλύματα τά ἐμπόδια, εἶναι, ἐάν θά γίνης ἱερεύς, δέν πρέπει νά ἔχεις φονεύσει καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, καί ἡ ἔκτρωση, ἄν εἶσαι παντρεμένος ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα κώλυμα γιά τήν δική σου τήν ἱερωσύνη. Δέν πρέπει νά φονεύσης. Ὅπως καί τό πρόβατο πού ἐθυσιάζετο, ἦτο ἄμωμον, δέν εἶχε μῶμον, δέν εἶχε ψεγάδι. 
Ὁ ὑποψήφιος λοιπόν ἱερέας, ἔπρεπε νά μήν ἔχει δύο τουλάχιστον ἁμαρτήματα. Εἶναι τά σαρκικά ἁμαρτήματα, πού βλέπομε ὅτι ἔχουν - προσέξτε! - ὀντολογικήν διάστασιν ἐπί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ μέλλοντος ἱερέως, καί ὁ φόνος. Αὐτά τά δύο.
Τώρα, τί ἐγίνετο εἰς τόν Ἰσραήλ, τί γίνεται σήμερα εἰς τήν Χριστιανική Ἐκκλησία, καλύτερα κανείς νά μήν τό σκέπτεται.. Ὡστόσο, συνεχίζει ὁ Θεός. Ἐδῶ εἶναι τώρα τό πολύ ὡραῖο: «ὅτι οὐ κατῆκηκα ἐν οἴκῳ ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ ἐξ Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης». Λέγει· δέν κατοίκησα σέ σπίτι, σέ σκέπαστρο, ἕως αὐτήν τήν ἡμέρα, ἕως σήμερα, ἀπό τότε πού ἔβγαλα τόν λαό μου τον Ἰσραήλ ἀπό τήν Αἴγυπτο, δηλ. 500 χρόνια, ὅπως σᾶς ἐξήγησα προηγουμένως. «καὶ ἤμην ἐμπεριπατῶν ἐν καταλύματι καὶ ἐν σκηνῇ». (Βασ. Β΄ 7, 6)
Ἐδῶ ἔχει ἕνα ρῆμα τό «ἐμπεριπατῶ», πού δείχνει κίνηση. Ὅταν εἶμαι στό σπίτι μου, κάθομαι. Ὅταν εἶμαι ἔξω ἀπό τό σπίτι μου, περιπατῶ. Πού δείχνει ἐδῶ μίαν, θά λέγαμε, κίνησιν, τήν ὁποίαν εἶχε καί ὁ λαός. Πῶς τήν εἶχε τήν κίνηση ὁ λαός; Μά ἦταν ἐν πορεία εἰς τήν ἔρημον. Γι’ αὐτό λέγει «ἐμπεριπατῶν». Γιατί; διότι συνώδευε τό λαό ὁ Θεός Λόγος, ὡς στήλη νεφέλης. Τό ἐνθυμεῖσθε ἀπ’ τήν περασμένη φορά; Διότι, λέει, «ἔστησα τόν θρόνο μου εἰς τήν κορυφή τῆς στήλης τῆς νεφέλης»· δηλ. αὐτή ἡ κολώνα τρόπον τινά πού ἦταν ἀπό σύννεφο, ἐκεῖ, λέγει ἔστησα τόν θρόνον μου, καί ἔτσι μετεκινεῖτο, γιά νά τούς δείξη - εἰς τούς Ἑβραίους - ὅτι ἔπρεπε νά μετακινηθοῦν νά πᾶνε πιό πέρα κ.ο.κ. Τό κατάλυμα τί ἦταν; Ἦτανε ἡ σκηνή τοῦ μαρτυρίου. Δηλ. ἕνα φτωχικό ξύλινο παράπηγμα, σκεπασμένο μέ σκεπάσματα. Αὐτό εἶναι τό κατάλυμα. Εἶναι γραμμένα αὐτά στό Β΄ Βασιλειῶν, 7ο κεφ.
Ἐδῶ λοιπόν βλέπομε ὅτι δέν κατοικεῖ ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία σέ οἶκο. Δέν παραπονιέται ὅμως. Νά σᾶς πῶ κι ἕνα λιγάκι παράλληλο. Ὅταν σύρθηκε ὁ λαός στή Βαβυλώνα, πολύ ἀργότερα, δηλ. τρεῖς αἰῶνες μετά ἀπ’ τήν κατασκευή τοῦ ναοῦ, ὁ ναός κατεστράφη ἀπό τούς Βαβυλωνίους, καί βέβαια τιμωρήθηκε ὁ ἐγγονός τοῦ Ναβουχοδονόσορος, πού μετά τῶν πορνῶν, ἔπιναν κρασί ἀπό τά σκεύη τοῦ ναοῦ τά ἀργυρᾶ καί τά χρυσά κλπ., κλπ. Ἀλλά ἐκεῖ σημειοῦται τό ἑξῆς· ὅτι ὅταν ἐπέστρεψαν μετά τά 70 χρόνια, μέ τήν ἀρχηγία τοῦ Ἔσδρα, πίσω στά Ἱεροσόλυμα, βρῆκαν μία πόλη κατεστραμμένη. Ὁ ναός, βεβαίως, κατεστραμμένος. Τά σπίτια, βεβαίως, κατεστραμμένα. Καί τότε ὁ λαός ἔπιασε νά φτιάξη τά σπίτια του. Θά μοῦ πῆτε «τί φυσικώτερον»; Ἐκεῖ κάπου παρεπονέθη ὁ Θεός εἰς τόν Ἔσδρα, « ἦρθατε, κοιτάξατε τά σπίτια σας, τό δικό μου τό σπίτι ὅμως δέν τό φτιάξατε»
   Ἐδῶ νά κάνω ἕνα σχόλιο.
 Ὅταν πολλές φορές κάνωμε ἕναν συνοικισμό, ἕνα χωριό, μία καινούρια ἐνορία, βέβαια ἀφήνομε κάποιον τόπο - γιατί εἴμαστε Χριστιανοί καί τό θέλομε αὐτό - γιά ἕναν ναό. Πρῶτα κτίζομε τά σπίτια μας, μετά φροντίζομε γιά τό ναό. Τό χειρότερο ὅμως ξέρετε ποιό εἶναι; Τό χειρότερο εἶναι τό ἑξῆς· ὅτι τά μέν σπίτια μᾶς περιποιούμεθα καί καθαρίζομε καί στολίζομε, ὄχι ὅμως τό ναό τοῦ Θεοῦ. Καί τό χειρότερον ὅτι ἐμεῖς, πού ἔχομε τά καθαρά μας σπίτια, ὅταν πηγαίνομε εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί τόν ρυπαίνομε. Δηλ. θά πάη ἡ ἄλλη πού ἔχει τάμα - λέω ἡ «ἄλλη», ἡ γυναίκα - νά ρίξη λάδι στό κανδήλι, κι ἐνῶ τό βλέπει ὅτι εἶναι γεμάτο - ἀρκεῖ τό λάδι της νά προσφερθῆ- κι ἐκεῖ.. κι ἄλλοτε σᾶς τά ἔχω πεῖ..  κλού, κλού, κλού, πλημμυρίζει τό κανδήλι ἀπό λάδι κι ἀρχίζη νά τρέχει κάτω. Καί βρίσκομε τούς ναούς, πολλές φορές, ἰδίως τά παρεκκλήσια, ρυπαρότατα. Κυρά μου, θά ἠνείχεσο τό σπίτι σου, τό σαλόνι σου, νά εἶναι ρυπαρό, ὅπως εἶναι ρυπαρός ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ; Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Ἐδῶ παραπονεῖται ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία εἰς τόν Ἔσδρα, γιά τό κατάντημα αὐτό: «τρέξατε, λέει, νά φτιάξετε τά σπίτια σας, κι ἀφήσατε τόν δικό μου τόν οἶκον χωρίς νά τόν ξεκινήσετε» καί βέβαια λυπήθηκαν οἱ Ἑβραῖοι γι’ αὐτό κι ἔσπευσαν γρήγορα - γρήγορα νά δοῦν τί θά κάνουν παρακάτω. Αὐτά βέβαια τά λέμε, σάν μία ἀπάντηση ἀκόμα σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι λέγουν, ἰδίως τά τελευταία χρόνια, αὐτές τίς τελευταῖες δεκαετίες: «γιατί νά κτίσωμε Ἐκκλησία, γιατί νά κτίσωμε ναό, γιατί νά στολίσωμε τό ναό»; Εἶναι φοβερόν! Φοβερόν!
Ὅπως ἀκριβῶς, ἄν τό θέλετε, νά σᾶς τό πῶ παράλληλα, ἕνα σχολεῖο εἶναι φροντισμένο, δηλ. καλοχτισμένο, βαμμένο, στολισμένο, μία Δημαρχία, ἕνα κατάστημα Δικαστικόν κ.ο.κ. Γιατί; διότι ἐκεῖ ἐξυπηρετεῖται μία θέσις μία ἰδέα· ἡ ἰδέα τῆς παιδείας, ἡ ἰδέα τῆς δικαιοσύνης κ.ο.κ. ἤ τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, καί βέβαια πρέπει νά εἶναι φροντισμένος ὁ οἶκος ἐκεῖνος, τό κατάστημα ἐκεῖνο, πού ἔχει κάποια ἐξουσία, κάποια προβολή. Ἔτσι καί ὁ ναός. Πρέπει νά εἶναι στολισμένος. Μήν εἴμεθα ἐκεῖνοι, πού θά μοιάζαμε τοῦ Ἰούδα «ὡς πρός τί ἡ δαπάνη αὐτή»; πού εἶπε, ὅταν ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἔδωσε κι ἀγόρασε πολύτιμο μύρο, γιά ν’ ἀλείψη τά πόδια τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι, νά μήν τό κάνωμε αὐτό. Ὁ Ἰούδας ἔτσι σκέπτεται, κι ὁ Κύριος εἶπε: «τούς φτωχούς πάντα τούς ἔχετε, ἐμένα δέ μ’ ἔχετε πάντοτε». Δηλ. τό θέμα τῆς λατρείας, εἶναι σημαντικόν, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό.
 Ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἔχει, ὄχι βέβαια, κάποιον πλοῦτον πού νά ’ναι πολύ φορτωμένα μέσα τά πράγματα, γιατί ξέρετε, «τό πολύ καλό» λέει μία ξένη παροιμία «εἶναι ἐχθρός τοῦ καλοῦ». Ἀλλά πρέπει νά εἶναι εὐπρεπής ὁ ναός. Γι’ αὐτό λέει: «Κύριε, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κοπιάζουν γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ οἶκου σου - λέμε στή θεία Λειτουργία - νά τούς ἁγιάσης». Αὐτά ὅλα ἔχουν πάρα πολύ σημασία. 

   Λοιπόν καί λέγει τώρα ἐδῶ ἡ Σοφία: «ἐν πάσιν οἷς διῆλθον ἐν παντὶ Ἰσραήλ, εἰ λαλῶν ἐλάλησα πρὸς μίαν φυλὴν τοῦ Ἰσραήλ, ᾧ ἐνετειλάμην ποιμαίνειν τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ λέγων· ἵνα τί οὐκ ᾠκοδομήκατέ μοι οἶκον κέδρινον»; Δηλ. σ’ ὅλη τή διαδρομή πού εἶχα μέ τούς Ἰσραηλίτες, ἕως ἐδῶ, μήπως διετύπωσα παράπονο, ἔστω καί πρός μίαν φυλήν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, στήν ἀπορία στήν ὁποία ἐγώ, παρεχώρησα τήν ἡγεμονία ἐπί τῶν ἄλλων φυλῶν, - ὅπως εἶναι ἡ φυλή τοῦ Ἰούδα - διά τό γεγονός ὅτι δέν μοῦ εἴχατε κτίσει ναόν ἀπό πολύτιμα κέδρα; Διετύπωσα παραπόνον; λέει ὁ Θεός Λόγος. Εἰς ἀπάντησιν ὅμως ὅλων αὐτῶν, ὁ Δαυΐδ ξέσπασε σέ μία θερμοτάτη προσευχή. Εἶναι τόσο ὡραία, μά τόσο ὡραία! Ἄν θέλετε, εἶναι στό Β΄ Βασιλειῶν στό 7ον κεφάλαιον. Θά πάρω μόνον 1-2 στίχους. Καί τότε λέγει, ὁ Δαυΐδ, γονάτισε, ἔκλαψε καί λέει: «τίς εἰμι ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, καὶ τίς ὁ οἶκός μου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως τούτων». (Βασ. Β΄ 7, 18) Ποιός εἶμαι, λέει, ἐγώ, ποιό εἶναι τό σπίτι μου, ποιά εἶναι ἡ μάνα μου κι ὁ πατέρας μου, ὥστε νά μέ ἀγαπήσης τόσο πολύ καί νά μοῦ ἀναθέσης νά κτισθῆ ὁ ναός ἀπό τό παιδί μου, - τόν Σολομώντα βεβαίως - ἀλλά ἐγώ νά μαζέψω ὅλο τό ὑλικό πού θά ἐχρειάζετο ὁ ναός»; Εἶναι γνωστό αὐτό. Σέ κάθε δέ πρόταση, σ’ αὐτή τήν προσευχή, ἐπαναλαμβάνει σάν ἐπωδό, ἐκεῖνο τό τρυφερότατον, «Κύριέ μου Κύριε», «Κύριέ μου Κύριε», διαρκῶς τό ἐπαναλαμβάνει. Ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τόν λόγον τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πού ζητάει αὐτή τήν ἀγαπητικήν σχέσιν.
Τί εἶπε ὁ Χριστός; ἀκοῦστε: «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ’ ὑμῶν, πρό τοῦ με παθεῖν·» (Λουκ. 22, 15) ἐπεθύμησα, λέει, - «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα» εἶναι ἑβραϊσμός, πού δίνει τόνο στήν ἐπιθυμία - νά φάγω αὐτό τό Πάσχα μαζί σας. Θά εἶναι τό τελευταῖο μου Πάσχα. Ὅταν δέ ἐκεῖ, εἰς τόν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ, «δέν μπορούσατε ,λέει, ν’ ἀγρυπνήσετε μίαν ὥρα μαζί μου»; Δηλ. ἐκφράζεται ἐδῶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, προσέξτε με, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, τονίζεται ἡ ἀνθρωπίνη φύσις. Καί σημειώνει ὁ Ἰωάννης διά τόν Ἰησοῦν: «ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, δηλ. ἀφοῦ ἀγάπησε τούς δικούς του ἀνθρώπους, αὐτοί πού ἦσαν εἰς τόν κόσμον, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς» ( Ἰωάν. 13, 1) ὡς τό τέλος, λέγει, τούς ἀγάπησε. Βλέπει δηλ. κανείς αὐτήν τήν ἀναζήτηση τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεως τῆς Ἐνυποστάτου Σοφίας καί πρό τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί μετά τήν Ἐνανθρώπηση, μέ τούς ἀνθρώπους.

   Καί προχωροῦμε ἀγαπητοί εἰς τόν ἑπόμενον στίχον τόν 8ον : «τότε ἐνετείλατό μοι ὁ κτίστης ἁπάντων, καὶ ὁ κτίσας με κατέπαυσε τὴν σκηνήν μου καὶ εἶπεν· ἐν Ἰακὼβ κατασκήνωσον καὶ ἐν Ἰσραὴλ κατακληρονομήθητι».
Αὐτό τό «Ἰακώβ» καί «Ἰσραήλ», εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο. Ἀλλά ἀγαπάει πάρα πολύ ἡ Γραφή, γι’ αὐτό εἶναι ἀναρίθμητα παραδείγματα μέσα στήν Π.Δ καί κάπου στήν Κ. Δ., τό ἴδιο ὄνομα μέ ἄλλη παρονομασία, - ἄς τό ποῦμε ἔτσι - γιά νά κάνη πλούσιο τό λόγο. Τό Ἰακώβ καί Ἰσραήλ εἶναι τό ἴδιο πρόσωπο γιατί ὀνομάσθηκε ἀπό κεῖνον μέ τόν ὁποῖον ἐπάλαιε - ἀπό τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν - ὀνομάσθηκε Ἰσραήλ πού θά πῆ ἠγαπημένος. Νά σᾶς τό ἀποδώσω: «Τότε μοῦ ἔδωκε ἐντολή ὁ δημιουργός ὅλων τῶν δημιουργημάτων, κι Ἐκεῖνος πού ἔκτισε καί Ἐμένα, ὥρισε τόν τόπον τῆς σκηνῆς καί διαμονῆς μου καί εἶπε· στή χώρα τοῦ Ἰακώβ κατοίκησε καί λάβε κληρονομία καί ἰδιοκτησία μεταξύ τοῦ Ἰσραήλ. Ἰδιοκτησία· περιούσιος λαός, περιουσία. Ἐδῶ, στήν ἀναζήτηση σκηνῆς, «ποῦ νά μείνω»; ψάχνει ὁ Θεός Λόγος, οὕτως εἰπεῖν, ἐδόθη ἡ ἀπάντησις, ὅπως βλέπομε, ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, πρός τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν, ὅτι θά τήν ἔβρη τήν κατοικία του, τήν ἀνάπαυσή του, ἀνάμεσα στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ.
Θά προχωρήσω βέβαια, ἀλλά αὐτό τό «σκηνή» κλπ. δηλ. νά ἀναζητήση σκηνή, κατοικία, ξέρετε ποῦ ἀναφέρεται; Στό θέμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Δηλ. ποῦ νά Ἐνανθρωπήσω; Σᾶς τό εἶπα ἐκ προοιμίων αὐτό, γιά νά τό ’χετε στό νοῦ σας· νά σᾶς τό πῶ στό τέλος, γιατί τό τέλος θά εἶναι τήν ἐρχομένη φορά, ἐπειδή εἶναι δύσκολο θέμα, πάνω στό ρῆμα «κτίζω». Κι ἐμένα, λέει, μέ «ἔκτισε». Ἀναφέρεται στήν ἀνθρωπίνη φύση. Ἐδῶ βέβαια γίνεται λόγος ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ἔκτισε τήν Σοφίαν. Βέβαια δέν πρόκειται περί κτίσματος· ἡ Σοφία δέν εἶναι κτίσμα. Λόγο θά κάνωμε ὅμως παρακάτω, ἴσως καί τήν ἐρχομένη φορά, σᾶς εἶπα. Αὐτό τό «καὶ ὁ κτίσας με», κι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος με ἔκτισε, ἀναφέρεται στό ἀνθρώπινο σῶμα, δηλ. ὡς Θεός, θά προσελάμβανε καί τήν κτιστήν φύσιν. Ὡς Θεός, ἀΐδιος Θεός. Ὅμως ἄς δοῦμε πρῶτα αὐτή τήν ἀναζήτηση της κατοικίας, ἔχει πολλή σημασία. Μοιάζει πολύ μυστηριῶδες βέβαια αὐτό, ἀλλά ἀναφέρεται σέ σημεῖο πού ἀναζητᾶ, τῆς οἰκουμένης, ποῦ θά προσελάμβανε ἡ θεία Σοφία τήν ἀνθρωπίνη φύση. Καί τῆς ὑπεδείχθη, ἀπό τόν Θεό Πατέρα· ἡ χώρα τοῦ Ἰσραήλ. Γιά σκεφθεῖτε· δῆτε τήν ὑφήλιον, τή σφαίρα, μέ τίς θάλασσές της καί τίς ξηρές της, τάς ἠπείρους της, Ἀσία, Εὐρώπη, Ἀφρική, Ἀμερική, Μεσόγειος, Ἀτλαντικός, Εἰρηνικός ὠκεανός, Ἰνδικός ὠκεανός, Βόρειος, Νότιος πόλος· δῆτε τήν ὑφήλιον, ὅτι ἐδιάλεξε αὐτό τό σημεῖον, πού λέγεται «γῆ Χαναάν». Ἐκεῖ πού κατοίκησε ὁ Ἰσραήλ. Κάνει ἐντύπωση. Βέβαια ἀπό τήν γειτνίασιν, θά λέγαμε αὐτήν, ὄχι μόνον ἡ γῆ, ἡ ξηρά, πῆρε μία σημασία, τεραστία σημασία, ἀλλά καί ἡ θάλασσα. Ἡ Μεσόγειος θάλασσα εἶναι ἡ σημαντικοτέρα θάλασσα εἰς τήν ἀνθρώπινη Ἱστορία. Ὄχι μόνον εἰς τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό, εἶναι πασίγνωστο αὐτό. Οἱ καλύτεροι πολιτισμοί, οἱ σπουδαιότεροι πολιτισμοί ἀνεπτύχθησαν περί τήν Μεσόγειον θάλασσαν, «ἐν οἷς πολιτισμοῖς» εἶναι καί ὁ Ἑλληνικός· ὁ σπουδαιότερος. Εἶναι λοιπόν μία πάρα πολύ σπουδαία θάλασσα ἡ Μεσόγειος, κλειστή θάλασσα, καί μάλιστα μία θάλασσα στήν ὁποία θά διαδραματισθοῦν στά ἔσχατα, φοβερές καταστάσεις. Στήν ἴδια θάλασσα θά διαδραματίση καταστάσεις καί ὁ Ἀντίχριστος. Τό βλέπομε αὐτό ἀπό τό ὅραμα τοῦ Δανιήλ, μέ τά 4 θηρία πάνω ἀπό τήν Μεσόγειον θάλασσαν, τήν λεγομένη «Μεγάλη θάλασσα», ἐν συγκρίσει μέ τή «Μικρή θάλασσα», πού ἦταν ἡ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ. Βέβαια συγκρίνεται ἡ λίμνη της Γεννησαρέτ μέ τήν Μεσόγειο; ὄχι βεβαίως ἀλλά ἐκεῖ στή λίμνη της Γεννησαρέτ, ἔλαβαν χώρα σπουδαία γεγονότα. Διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐκεῖ ἐκινήθη. Ἔτσι λοιπόν ἡ Μεσόγειος εἶναι μία πάρα πολύ σπουδαία θάλασσα. Ἀλλά ὅταν ὁ Θεός ὁρίζει τόν Ἰσραήλ, ὁ Ἰσραήλ θά ἔφερνε ἕναν ἄνθρωπο. Κι αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά ἦτο ἡ Θεοτόκος, ἡ Παρθένος Μαρία. Αὐτή θά ἐπλαισιοῦτο ἀπό τόν λαόν τοῦ Θεοῦ. Παρ’ ὅτι τά πάντα, θάλασσα καί γῆ καί ἔθνη καί λαοί ἦσαν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῆς Σοφίας. Ἀλλά γιατί; Διότι ὁ Ἁβραάμ, γιατί νά διαλέξη ἐκεῖνον τόν τόπον; καί γιατί ὁ Θεός νά πάρη τόν Ἁβραάμ καί νά τόν φέρει σ’ ἐκεῖνον τόν τόπον, διότι δέν ἦταν ἰθαγενής, ντόπιος ὁ Ἁβραάμ, ἦταν κάτοικος τῆς Οὔρ, τῆς ἀρχαιοτάτης αὐτῆς πόλεως. Μίας πόλεως ἀπό τίς λίγες τῆς ἀρχαιότητος. Καί ἡ Τροία καί ἡ Ἱεριχώ, ξέρετε τί ἡλικία ἔχουν; Πάνω ἀπό 10.000 χρόνια π.Χ. Γιατί νά πάρη τόν Ἁβραάμ ἀπό τήν Οὔρ, νά τόν φέρει βορειοδυτικά, νά περιμένη νά πεθάνη ὁ πατέρας τοῦ Ἁβραάμ καί μετά νά τοῦ πῆ: «τώρα θά κατηφορίσης πρός Νότον». Καί μετά ἦρθε στή γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Χωρίς νά τοῦ δώση ὅμως γῆ οὔτε ἑνός ποδός. Οὔτε τριάντα ἑκατοστά δέν εἶχε κληρονομίαν, ἰδιοκτησία, ὁ Ἁβραάμ. Ἐξηγεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος: «διότι, λέγει, περίμενε κρείτονα πατρίδα» ( Ἑβρ. 11, 16) δηλ. τήν ἀχειροποίητον, τήν ἄκτιστον, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέσα σ’ αὐτή τήν Ἱστορία, βλέπει κανείς τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τά μυστήρια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καταπληκτικά ὅλα αὐτά! Ὡστόσο, νά ἐπανέλθω, ὁ Ἁβραάμ ἦταν ὁ Γενάρχης αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, καί ἦταν ἄνθρωπος πίστεως. Γι’ αὐτό ἐδιάλεξε τόν Ἁβραάμ. Καί γι’ αὐτό τώρα τοῦ κάνει αὐτές τίς περιπλανήσεις, γιά ν’ ἀποδειχθῆ ἡ πίστις τοῦ Ἁβραάμ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁβραάμ πρός τόν Θεόν, ὅπως στή συνέχεια καί τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος μετονομάσθη Ἰσραήλ. Τί ἐπίστευσαν αὐτοί οἱ Γενάρχαι, παππούς, παιδί, ἐγγονός; Εἰς τήν Ἐνυπόστατον Θείαν Σοφίαν. Ἐκεῖ ἐπίστευσαν. Ἐπίστευσαν μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς τους. Θά μοῦ πεῖτε, πλήρως; Ἡ πλήρης γνῶσις θά ἤρχετο μετά τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί θά ἐδραιοῦτο μέσα μας μέ τήν Πεντηκοστή. Ἄς εἶναι. Εἶναι τόσο μεγάλο κεφάλαιον ἡ πίστις; Ναί εἶναι τόσο μεγάλο κεφάλαιο, γι’ αὐτό σημειώνει ἐκεῖ στή Γένεση ὁ ἱερός συγγραφεύς: «καὶ ἐπίστευσεν Ἄβραμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῳ εἰς δικαιοσύνην». (Γέν. 15, 6) Δικαιοσύνη θά πεῖ ἁγιότητα· δηλ. πίστεψε καί λογαριάστηκε ἡ πίστις του αὐτή σέ ἁγιότητα. Τό ἴδιο χωρίο θά χρησιμοποιήση καί ὁ ἀπ. Παῦλος, ὁ ἄνθρωπος πού τόνισε τήν πίστιν ὅσο κανείς ἄλλος. Ὁ Ἁβραάμ μετηνάστευσε λοιπόν ἀπό τήν Οὔρ τῆς Μεσσοποταμίας - τοῦ Ἰράκ, ἄν τό θέλετε μέ τό σύγχρονο ὄνομα - μετηνάστευσε ἐκ πίστεως. Ὁ Ἰσαάκ, ἤρεμα - ὁ γιός τοῦ Ἁβραάμ - ἐδέχθηκε τήν θυσία του, εἰς τύπον Χριστοῦ.
Τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ἡ Σοφία: «Πάρε τό παιδί σου - ἄν καί τό ἀπέκτησε 100ἐτῶν καί ἡ Σάρα 90 - πάρε τό παιδί σου καί πήγαινε νά μοῦ τό θυσιάσης». Δέν τό εἶπε στήν Σάρα, θά σήκωνε τόν κόσμο στό πόδι. Ἦτο πιστή γυναίκα ἀλλά ὄχι ὅσο ὁ Ἁβραάμ. Τό βλέπομε αὐτό, ὅταν ὁ Θεός εἶπε, στήν ἐπίσκεψη πού ἔκανε στόν Ἁβραάμ, τρεῖς ἄνδρες, ὅτι θά ἔχεις παιδί τοῦ χρόνου. Η Σάρα γέλασε. «ἐξέλιπεν, δὲ τῇ Σάρρα γίνεσθαι τά γυναικεῖα». (Γέν. 18, 11) Ἔτσι λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Δέν εἶχε γονιμότητα πλέον, 90 χρονῶ ἦτο. Γιατί γέλασε ἡ Σάρρα; «Δέ γέλασα»! Σᾶς τό ’χω πεῖ κι ἄλλοτε αὐτό. «Δέ γέλασα». Ἄχ! αὐτές οἱ δικαιολογίες μας.. «δέ γέλασα»! «Ὄχι, λέει, γέλασες»! Ἤτανε μεσ’ τή σκηνή καί ὁ Θεός τήν εἶδε, ἔ; ὅλα τά βλέπει ὁ Θεός. Λοιπόν ἦτο πιστή ἀλλά ὄχι βεβαίως ὅσο ὁ Ἁβραάμ. Δέν τῆς εἶπε τίποτα, σηκώθηκε πρωΐ-πρωΐ, πῆρε τό παιδί του, πῆρε τό ὑποζύγιο, πῆρε ξύλα, πῆρε φωτιά, νά πάη νά θυσιάση τό παιδί του! Κι ἐκεῖ ὁ Ἰσαάκ λέγει: «Πατέρα, ξύλα πήραμε, φωτιά πήραμε, τό ἱερεῖον - τό σφάγειον - ποιό εἶναι»; Κι ὁ Ἁβραάμ λέγει: «παιδί μου ὁ Θεός ξέρει». Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἰσαάκ. Κι ὅταν τό παιδί δέθηκε, πρέπει νά ἦταν γύρω στά 18 του χρόνια, ἔφηβος, δέθηκε, τόν ἔδεσε γιατί θά μποροῦσε νά δραπετεύση τό παιδί, καί τόν ἔβαλε ἐπάνω στά ξύλα, ἦταν φανερό πιά, κανείς κουτός δέν εἶναι, ὅτι «ἐγώ θά ’μαι τό θῦμα». Δέν διαμαρτύρεται ὁ Ἰσαάκ. Ἐδῶ εἶναι τό καταπληκτικό! καί σήκωσε τό χέρι του μέ τό μαχαίρι, νά σφάξη τό παιδί του. Καί τό χέρι του κρατήθηκε, καί τοῦ εἶπε: «ὄχι κατάλαβα»· «κατάλαβα», ὁ Θεός ξέρει, ἀλλά ἤθελε νά δείξη στόν ἴδιο καί στήν Ἱστορία, τήν πίστη τοῦ Ἁβραάμ, καί γύρισε καί εἶδε ἐπάνω σ’ ἕνα Σαβώκ, φυτόν, - εἶναι ἄγνωστο τό φυτό αὐτό, εἶναι προφητικό ὄνομα, Σαβώκ - ἤτανε ἕνα φυτό μέ δύο κλαδιά τί σχῆμα ἔκαναν; Σταυρό, κι ἐκεῖ λέει, ἦταν μπερδεμένα τά κέρατα ἑνός κριοῦ. Τί θά πῆ μπερδεμένα τά κέρατα ἑνός κριοῦ; Εἶναι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, σαφέστατα. Κι ἐπῆρε, λέει, ἐκεῖνον τόν κριόν καί τόν ἐθυσίασε ὁ Ἁβραάμ ἀντί τοῦ παιδιοῦ του, τοῦ Ἰσαάκ. Ἔτσι λοιπόν βλέπομε ὅτι ὁ Ἰσαάκ ἐδέχθη αὐτή τή θυσία. Δυνάμει, ἔγινε. Μπορεῖ νά μήν πραγματοποιήθηκε ὡς τό τέλος, ἀλλά ἔγινε. Τί ἦτο λοιπόν ὁ Ἰσαάκ; παιδί τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ὁ Ἰακώβ, ὁ ἐγγονός τοῦ Ἁβραάμ, κι αὐτός ὅταν εἶπε, δώσ’ μου τά πρωτοτόκια σου εἰς τόν Ἠσαῦ, ἐπίστευε εἰς τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Θεός «τόν Ἰακώβ τόν ἠγάπησα, τόν Ἠσαῦ τόν ἐμίσησα». Ἀλλά κι ἀκόμη βλέπει κανένας ὅτι παίρνει εὐλογία ἀπό τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Ἐνθυμεῖσθε ἐκεῖνο τό θαυμάσιο, τό συγκινητικότατο, ὅταν γυρίζει πίσω ὁ Ἰακώβ, μ’ ὅλη του τήν φαμίλια καί μ’ ὅλη του τήν περιουσιακή προκοπή, γυρίζει πίσω εἰς τή γῆ Χαναάν, προκειμένου νά περάσουν ἕνα ποταμάκι - Ἰαβώκ ἐλέγετο, παραποταμάκι τοῦ ἤτανε τοῦ Ἰορδάνου - ἐπέρασε τή φαμίλια του, πέρασε τά ζωντανά του, πέρασε τούς οἰκογενεῖς του, αὐτός ἔμεινε πίσω· ἤθελε νά προσευχηθῆ, καί ὅλη νύχτα, ἐν ὀνείρῳ, ἐπάλαιε. Ἐπάλευε κάποιον. Ἐπάλαιε, ἐπάλαιε.. γιατί πάλευε; Τόν προκάλεσε αὐτός ὁ κάποιος, κατά τρόπον πού ἐζήτησε.. Κατάλαβε, ὅτι τό πρόσωπο αὐτό εἶναι σπουδαῖο, εἶναι θεῖον, εἶναι ὁ Θεός! Ἦτο ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. - Ἄφησέ με νά φύγω, λέγει ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία. - Ὄχι, δέν σ’ ἀφήνω, ἐάν πρῶτα δέν μέ εὐλογήσεις!
Πόσο ἀγαπάει ὁ Θεός νά παλεύη μέ τόν ἄνθρωπο! Ἀκούσατε; νά παλεύη μέ τόν ἄνθρωπο, γιά νά γίνη ζωηρωτέρα καί ζωηρωτέρα ἡ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἔτσι «ὄχι, λέει, δέν σ’ ἀφήνω», «ἄφησέ με νά φύγω», δέν εἶπε «δέν σ’ εὐλογῶ». «ἄφησε μέ νά φύγω, ξημερώνει..», νά ἔτσι, νά ἔτσι.. κάπου ἐκεῖ τά ξημερώματα, τοῦ λέει: «Ἔ, καλά! νά εἶσαι εὐλογημένος. Τό ὄνομα σου ἀπό δῶ καί μπρός θά εἶναι Ἰσραήλ», δηλ. ἀγαπημένος· καί ἐξαφανίστηκε. Ἀλλά γιά νά δοθῆ ὅμως κι ἕνα αἰσθητό σημεῖο, ἦταν ὁ μηρός τοῦ Ἰακώβ, ἤτανε πιασμένος, δέν μποροῦσε νά περπατήση. Αὐτό ἔχει καί κάποιες συνέχειες - περιττό νά τίς ποῦμε - τό θέμα εἶναι ὅτι πῆρε τήν εὐλογία. Γιατί; Διότι δέν ἔπρεπε νά μείνη στήν Οὔρ. Γιατί ἐκεῖ πῆγε, πού ἦτανε ὁ παππούς του ἀπό ἐκεῖ. Διότι τό εἶπε σαφῶς ὁ Ἁβραάμ εἰς τόν Ἐλεάζαρο: «σέ ὁρκίζω τοῦ λέγει, δέν θά βρῆς γυναίκα ἀπό δῶ γύρω ἀπό τίς Χαναανίτισσες, θά πᾶς νά βρῆς ἀπ’ τήν πατρίδα μου. Πρόσεξε! δέν πρέπει ὁ Ἰσαάκ νά ξαναγυρίση πίσω». Οὔτε κι ὁ Ἰακώβ. Ὁ Ἠσαῦ, ξέρετε ὅτι παντρεύτηκε δύο γυναῖκες ἀπό τή γῆ Χαναάν. Τσακωνόντουσαν, λέει, αὐτές μέ τήν πεθερά τους, μέ τήν Ρεβέκκα, πίιιι.. δέν ἤτανε κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἔπρεπε νά πάρη γυναίκα ἀπό κεῖ, ἀπό τήν Οὔρ, ἀλλά δέν ἔπρεπε νά μείνει ἐκεῖ. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ἄνδρας ἐκεῖ πού παντρεύεται συνήθως, συνήθως, συνήθως ἐκεῖ κατοικεῖ, ἐκεῖ κάνει καί τό ἐπάγγελμά του κλπ. Ὄχι! γύρισε πίσω! Γιατί γύρισε πίσω; Γιατί αὐτό ἤθελε ὁ Θεός. Ἔπρεπε ὁ λαός αὐτός νά ἀναπτυχθῆ εἰς τή γῆ Χαναάν. Ὅλα αὐτά εἶναι προϊόντα πίστεως, προσέξτε με, ὅλα εἶναι προϊόντα, καρποί πίστεως, γιά νά καταλάβωμε τί σημαίνει πίστις.
Καί ἔτσι, μποροῦμε τώρα νά κατανοήσωμε τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, πού γράφει: «ἐν τῷ κόσμω ἦν, ποιός; ἡ Σοφία, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία ἤ μέ τό ὄνομα Θεός Λόγος, ἦτο, λέει, εἰς τόν κόσμον, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, και ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω» ( Ἰωάν. 1, 10) καί ὁ κόσμος δέν τόν ἐγνώρισε. Λέγει ὁ Ὠριγένης, πού σχολιάζει: «ἐν τῷ περιγείῳ τόπῳ κατά τήν ἡμετέραν οἰκουμένην νοουμένῳ» (TLG. Commentarium in evangelium Matthaei 13.20.32. Ὠριγένους ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, τόμος ιγ΄: «ἐν τῷ κόσμῳ» γάρ «ἦν το αληθινόν φῶς», τῷ περιγείῳ τόπῳ κατά τήν ἡμετέραν οἰκουμένην νοουμένῳ, …»). Πῶς θά ἐννοήσωμε αὐτόν τόν κόσμον; Ἐν τῷ περιγείω τόπω. Λέγαμε τήν περασμένη φορά τί εἶναι ὁ περίγειος τόπος. Εἶναι κατά τό φαινόμενον. Εἶναι δηλ. ἐκεῖ πού ἀκουμπάει ὁ οὐρανός στή γῆ. Προσέξτε με, ἡ Γραφή γράφει κατά «τό φαινόμενον» τά πράγματα, ὄχι κατά τήν ἐπιστημονικήν ἀλήθειαν, ἔκδοσιν. Καί συνεχίζει, καί μάλιστα, θά λέγαμε, ὅτι τόν ἀνεγνώρισαν πρόσωπα πρό τῆς ἐνσαρκώσεως. Θυμηθεῖτε τόν Ἁβραάμ, θυμηθεῖτε τόν Δαυΐδ, θυμηθεῖτε τόσους καί τόσους. Ὁ Ἁβραάμ μάλιστα πῆρε τήν ὑπόσχεση ὅτι θά ’ρθῆ, καί θά ’ρθῆ ἀνάμεσά μας καί θά εἶναι ἀπόγονος τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁβραάμ. Ὅπως καί ὁ Δαυΐδ, πού λέει ὁ 109ος ψαλμός: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου …» κλπ. (Ψαλμ. 109ος , 1) Πῶς εἶναι ἀπόγονός τοῦ Δαυΐδ, λέει, στούς Φαρισαίους ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὁ Δαυΐδ τόν ἀποκαλεῖ Κύριον; Δέν μποροῦσαν νά ἀπαντήσουν. Διότι, «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου·», Κύριος ὁ Πατήρ, Κύριος ὁ Υἱός, πῶς λοιπόν λέγει τώρα ἐδῶ ὅτι θά ’ναι εἶναι ἀπόγονός τοῦ Δαυΐδ; Ἁπλούστατα, κατά τήν μίαν φύση «Θεός», κατά τήν ἄλλη φύση ἄνθρωπος. Μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση λοιπόν εἶναι ἀπόγονός τοῦ Δαυΐδ. Ἀλλά καί μέ τόν Ἁβραάμ. Ὁ Ἁβραάμ, λέει, ζήτησε νά δῆ τήν ἡμέρα τήν δική μου, - εἶπε ὁ Χριστός- ζήτησε νά δή τήν ἡμέρα τή δική μου δηλ. τήν ἐπιφάνειά μου, δηλ. τήν παρουσία μου εἰς τόν παρόντα κόσμο. Καί εἶδε καί χάρηκε! Χάρηκε! Δηλ. τό ἔμαθε εἰς τόν Ἅδη ὁ Ἁβραάμ, ὅτι Ἐκεῖνος πού τοῦ μιλοῦσε ὅταν ὁ Ἁβραάμ ζοῦσε, ἦρθε! Ξέρετε πόσα χρόνια πέρασαν; Δύο χιλιάδες χρόνια! καί τοῦ εἶπαν οἱ Ἑβραῖοι: «δέν εἶσαι οὔτε 50 χρονών ἄνθρωπος καί λές ὅτι ὁ Ἁβραάμ, ὁ πατέρας μας, εἶδε τήν δική σου τήν ἐπιφάνεια καί χάρηκε»; Γιατί χάρηκε; γιατί πίστεψε ὅτι θά ἔλθη. Καί εἶναι ἀπόγονός τοῦ Ἁβραάμ. Ὅλοι αὐτοί γνώρισαν - βέβαια ἀσαφῶς, ἀσφαλῶς - ἀλλά γνώρισαν ὅμως καί πίστεψαν εἰς τήν Ἐνυπόστατον Σοφίαν. Ὁ Ἰωάννης λέγει: «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Ἦρθε ἀνάμεσά μας. «Εἰς τά ἴδια». Τό λέμε θυμάστε ἀπ’ τό σχολειό πού μάθαμε λίγα Ἀρχαῖα, τί λέγαμε ἐκεῖ; Πηγαίνω «οἶκαδε», πηγαίνω «εἰς τά ἴδια», δηλ. πάω στό σπίτι μου. Ἐκεῖ ὅταν ὁ Ἰωάννης κατ’ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό, «ἴδε ὁ Υἱός σου», ἀπό κείνη τή στιγμη, λέγει, ὁ Ἰωάννης πῆρε τήν Θεοτόκον «εἰς τά ἴδια», δηλ. εἰς τό σπίτι του. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ἀγαπητοί μου ὅτι ἦλθε εἰς τόν κόσμον αὐτόν, καί ἰδιαίτερα ἦλθε εἰς τόν λαό του, καί οἱ «ἴδιοι», δηλ. οἱ δικοί του οἱ ἄνθρωποι «αὐτόν οὐ παρέλαβον», δέν ἔγινε ἀποδεκτός. Τί κρίμα! Δέν ἔγινε ἀποδεκτός!
Αὐτός εἶναι ἀγαπητοί μου ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Θά λέγαμε - αὐτό πού λέω τώρα εἶναι ἀντιφατικό - ἡ ἐκτός χρόνου Ἱστορία του, καί ἡ ἐντός χρόνου Ἱστορία του. Γιατί εἶναι ἀντιφατικό; Γιατί ἔξω ἀπ’ τόν χρόνο δέν ὑπάρχει Ἱστορία. Δηλ. ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος. Ἀλλά θά συνεχίσουμε, πρῶτα ὁ Θεός, γιά νά δοῦμε ἐκεῖνο τό μεγάλο θέμα, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ, «μέ ἔκτισε» τί σημαίνει· ἐκεῖ πού σκόνταψε ὁ Ἄρειος καί ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Θεός Λόγος εἶναι κτίσμα, φυσικά αἵρεσις φοβερή.
Αὐτό θά τό δοῦμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἐρχομένη Τρίτη.


199η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης 
« Σοφία Σειράχ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
" Σοφία Σειράχ " εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/sofia-seirax
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oRvQcJSffpry9_VIhWtola

🔸Λίστα ομιλιών της σειράς
«Σοφία Σειράχ».🔻
https://drive.google.com/file/d/15yPd5yULQpwqBdVJzrpusJNL6wa2BczM/view?usp=drivesdk

🎥 Βιντεοσκοπημένες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40o1lCOake2wwX61iRYZNi-M

🔸📜 Απομαγνητοφωνημενες ομιλίες της σειράς «Σοφία Σειράχ».🔻
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/search/label/%F0%9F%94%B9%CE%A3%CE%BF%CF%86%CE%AF%CE%B1%20%CE%A3%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC%CF%87.?m=1

🔸Επεξηγηματικό βίντεο Ασπάλαθου.
https://youtu.be/8tNfAHRkTCk

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.