10 Δεκεμβρίου 2021

Ἐπιστροφή τοῦ Τωβία καί Σάρρας. Θεραπεία τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Τωβίτ. Ἀποκάλυψις τοῦ Ἀγγέλου Ραφαήλ.

†.Συνεχίζομε παιδιά. Εὑρισκόμεθα εἰς τό 11ον κεφάλαιον τοῦ βιβλίου  «Τωβίτ». Ἢδη ἀνεχώρησαν ὁ Τωβίας μέ τήν γυναῖκα του τήν Σάρρα, μέ τόν συνοδό τους τόν Ἀζαρία -τόν νομιζόμενον Ἀζαρία ἀλλά τόν Ἀρχάγγελον Ραφαήλ- καί ἀκόμη καί κάποιο ὑπηρετικό προσωπικό τό ὁποῖον ἔδωσε ὁ πατέρας τῆς Σάρρας σάν προῖκα μαζί μέ κάποια κινητή βεβαίως περιουσία, χρήματα καί ζωντανά. Καί ἀναχωροῦν ἀπό τούς Ράγους τῆς Μηδίας καί ἔρχονται εἰς τήν Νινευή.

     Ὅταν ἐπλησίαζαν πρός τήν πόλι τήν Νινευή, τότε λέγει ὁ Ἄγγελος Ραφαήλ εἰς τόν Τωβία: «οὐ γινωσκεις, ἀδελφέ, πῶς ἀφῆκας τόν πάτερα σου;» (Τωβ. 11, 1) Δέν ξέρεις πῶς ἄφησες τόν πατέρα σου; Πραγματικά· ἀλήθεια πῶς τόν ἄφησε τόν πατέρα του; Ἀπό πλευρᾶς οἰκονομικῆς ἤτανε σέ ἀθλία κατάστασι. Ἐνθυμεῖσθε, ἡ ἀνάγκη τούς ἔκανε νά στείλουν τόν Τωβία ἐκεῖ, νά εἰσπράξη ἐκεῖνο τό ποσόν πού κάποτε εἶχε δανείσει ὁ Τωβίτ. Ἀκόμη ἡ μητέρα ἡ Ἄννα ἐδούλευε. Ὁ Τωβίτ ἦταν τυφλός. Ἦταν δηλαδή σέ μία κατάστασι πολύ ἄσχημη καί οἰκονομική ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς ὑγείας ὁ Τωβίτ δέν ἦταν καθόλου καλά.

    Καί τώρα προτείνει τό ἑξῆς ὁ Ἄγγελός του: «προδράμωμεν ἔμπροσθεν τῆς γυναικός σου καί ἑτοιμάσωμεν τήν οἰκίαν˙» (Τωβ. 11, 2) Νά πᾶμε ἐμεῖς πιό μπροστά ἀπό τή γυναῖκα σου. Διότι τό καραβάνι ἐπήγαινε κάπως ἀργά, δεδομένου ὅτι δέν ἦσαν ἁπλῶς ἄνθρωποι πού περπατοῦσαν ἔστω πεζοί νά φθάσουν κάπου, εἶχαν καί ζωντανά, πρόβατα, γίδες. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μαζί τους τήν κινητή τους περιουσία καί ὅταν ἐκινοῦντο ἀπό τόπου εἰς τόπον ἔκαναν ἀρκετόν καιρόν. Νά! παραβάλατε τήν περίπτωσιν πού ἀπό ’δῶ ἀπό τήν Θεσσαλία, -ἄς ποῦμε ἀπό τό Μακρυχώρι, ἀπό τά ἀλλά χωριά ἐκεῖ- ὅταν φεύγουν οἱ τσομπαναρέοι μέ τά πρόβατά τους καί πᾶνε ἐπάνω γιά τήν Σαμαρίνα, περπατᾶνε ἐκεῖ συνέχεια· μέρες νύχτες περπατοῦν γιά  νά φθάσουν. Βεβαίως τά χιλιόμετρα πού βγάζει ἕνα κοπάδι δέν εἶναι τά χιλιόμετρα πού βγάζει ἕνας ἄνθρωπος˙ περπατάει σιγά τό κοπάδι.

      Ἔτσι θά ἄφηναν τήν γυναῖκα, τήν Σάρρα μέ τούς ὑπηρέτας, καί τά ζωντανά καί τά λοιπά, θά ἤρχοντο αὐτοί βραδέως, ὅπως καί ἤρχοντο βραδέως, καί θά προέδραμον ὁ Τωβίας μέ τόν Ἄγγελον διά νά προετοιμάσουν τό σπίτι. Ἐδῶ βέβαια κατ’ ἀρχάς, ἔχει δυό θέσεις τό πρᾶγμα˙ τό ἕνα εἶναι ὅτι ὁ Ἄγγελος δέν θέλει νά παρουσιάση ἕνα σπίτι πού ἔχη μίαν κάποιαν ἀθλιότητα, ὄχι βεβαίως ἠθικήν καί πνευματικήν ἀλλά οἰκονομικήν -ἄρρωστος, τυφλός ὁ Τωβίτ- δέν θά ἤθελε νά παρουσιάση μία τέτοια εἰκόνα στά ματιά μιᾶς νύφης πού πρωτοπηγαίνει στό σπίτι καί θέλει νά δώση κι ἕνα δῶρο, θά λέγαμε, εἰς τήν νύφη, εἰς τήν Σάρρα ὥστε νά μήν ὑπάρχη αὐτή ἡ εἰκόνα ἡ κάπως μελαγχονική· ὄχι κάπως, μελαγχονική εἰκόνα! Δέν τό θέλει αὐτό ὁ Ἄγγελος.

    Βλέπετε ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Θεός σπεύδει νά δώση πάντοτε μία καλή εἰκόνα τῶν πραγμάτων. Δέν θέλει πάντα νά ὑπάρχη ἡ μιζέρια, τό κακό, ἡ ἀρρώστια. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος ὅταν ἦλθε, λέγει, «πάντας ἰάτω», ὅλους τούς  ἐθεράπευε. Ὃποιος τοῦ ἐζήτησε τήν θεραπείαν, τήν εἶχε. Ἄλλο τώρα ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει πολλάκις γιά λόγους παιδαγωγικούς νά ὑπάρχη μία ταλαιπωρία. Ὅπως καί ἡ τύφλωσις τοῦ Τωβίτ ἤτανε μία παιδαγωγία γιά νά γίνη ἁγιότερος· ἕτερον ἑκάτερον. Ἀλλά ὁ Θεός ὅμως βασικά, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔπεφτε, οὐδέποτε θά ἤθελε νά ταλαιπωρεῖται τό πλάσμα Του. Ποτέ!

    Αὐτό εἶναι ἀπό τή μία πλευρά. Ἡ ἄλλη πλευρά εἶναι ἡ ἀνθρώπινη. Ὅταν πρόκειται νά ὑποδεχθοῦμε ἕνα καινούριο πρόσωπο καί μάλιστα μία νύφη στό σπίτι, ἔ; τό σπίτι θά τό φτιάξουν. Δέν θά παρουσιάσωμε μία εἰκόνα ἄσχημη. Διότι ὅταν ὁ ἄλλος ἔρχεται ἤ ὁ γαμπρός ἤ ἡ νύφη τέλος πάντων ἑκατέρωθεν, αὐτό γίνεται πάντα· περιποιούμεθα τό σπίτι, τό φροντίζομε. Βλέπετε δέν εἶναι ἐφάμαρτον νά περιποιηθῆ κανείς τό σπίτι του. Ἀρκεῖ μόνο νά μή βάζη πολυτελῆ πράγματα. Προσέξτε αὐτό τό σημεῖο! προσέξτε πάρα πολύ. Ὑπάρχει ἡ τάσις κάθε δυό, τρία χρόνια νά ἀλλάζουν τά ἔπιπλα τῆς κρεβατοκάμαρας, τῆς τραπεζαρίας, τοῦ σαλονιοῦ˙ εἶναι κακό πρᾶγμα αὐτό παιδιά. Ἔ, πάρε μία γιά πάντα στή ζωή σου, ξέρω ’γώ, κάποια ἔπιπλα στό σπίτι τοποθέτησέ τα. Τελείωσε.

    Θά μοῦ πῆς: «Μέ αὐτά θά ὑποδεχθοῦμε ἕναν μέλλοντα γαμπρό;» Μέ αὐτά θά ὑποδεχθῆς! μέ αὐτά. Τώρα, ἐάν τό σπίτι δώση νύφη, θά ἔδινε στή νύφη, στήν κόρη δηλαδή τοῦ σπιτιοῦ, θά ἔδινε κάποια πράγματα. Μιά καινούρια ἐπίπλωσι· εἶναι πολύ φυσικό. Δέν θά πάρη ἄς ποῦμε ἡ κοπέλα τήν ἐπίπλωσι τοῦ σπιτιοῦ της, θά πάρη μία καινούρια ἐπίπλωσι. Εἶναι πολύ φυσικό. Ἀλλά καί αὐτή πού θά πάρη ἡ κοπέλα, αὐτή θά μείνη γιά ὅλη της τή ζωή. Δηλαδή θέλω νά καταλάβετε ὅτι θά τό στολίσωμε τό σπίτι μας νοικοκυρεμένο, ἀλλά θά εἶναι ταυτόχρονα καί σεμνό. Δέν θά ὑπάρχη οὔτε ἡ σπατάλη οὔτε ἡ πολυτέλεια˙ θά εἶναι φιλόκαλον ὅμως, γιατί  μέσα μας θά εἴμεθα ἐμεῖς φιλόκαλοι. Μή ξεχνᾶτε ὅτι μπορεῖ κανείς νά φτιάχνη τό σπίτι του τόσο ὡραῖο, τόσο ὡραῖο ἀπό τό τίποτα. Δέν εἶναι ἁμαρτία· ἀντιθέτως μάλιστα εἶναι ἔπαινος ὅταν τό σπίτι εἶναι φιλόκαλο. Ἑλκύει.

     Ἐνθυμεῖσθε πέρυσι, προπέρυσι δέν ἐνθυμοῦμαι, πού σᾶς εἶχα ἀναφέρει ἀπό τό βιβλίο «τῶν Παροιμιῶν» τό τελευταῖο κεφάλαιο, τόν ἔπαινον, τό ἐγκώμιον τῆς καλῆς νοικοκυρᾶς; Ἡ ὁποία λέγει ἡ Παλαιά Διαθήκη: «Βλέπεις ἐκεῖνο τό παράθυρο πού εἶναι περάσμενα μεσάνυχτα καί ἀκόμη ἔχει φῶς; Εἶναι ἡ νοικοκυρά γυναῖκα πού ἀκόμη δουλεύει. Ἔχει διπλές κουρτίνες στά παράθυρά της γιά νά προφυλάσσεται ἀπό τό κρύο τό σπίτι. Ἀπό τίς οἰκονομίες της ἀγόρασε ἕνα ἀμπέλι. Ὁ ἄνδρας της, λέγει, ὅταν εἶναι ἐκεῖ στήν ἀγορά, ὅλοι τόν ἐπαινοῦν. Εἶναι καθαρός καί περιποιημένος διότι ἔχει αὐτή τή γυναῖκα, τή νοικοκυρά. Τό ἐνθυμεῖσθε; Πάντως ἐάν δέν τό ἐνθυμεῖσθε ἤ δέν τό ἀκούσατε εἶναι τό τελευταῖο κεφάλαιο στό βιβλίο «τῶν Παροιμιῶν». Εἶναι τό ἐγκώμιον, ὁ ἔπαινος τῆς καλῆς νοικοκυρᾶς. Ὃλα αὐτά βλέπετε τά ἐπαινεῖ ἡ ἰδία ἡ  Ἁγία Γραφή.

    Καί γιά νά μή νομίσετε ὅτι εἶναι θέμα μόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔρχομαι νά σᾶς πῶ ὅτι εἶναι καί θέμα καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Θέλω τάς νεωτέρας φιλάνδρους εἶναι, ... οἰκουρούς» θέλω τάς νεωτέρας φιλάνδρους εἶναι -τό εἶναι ἀπαρέμφατον- εἶναι οἰκουρούς. Δηλαδή, θέλω λέει οἱ κοπέλες οἱ νεώτερες, νά εἶναι φίλανδροι, νά ἀγαπᾶνε τούς ἄνδρες τους. Εἶναι μεγάλο κεφάλαιο ἡ νέα γυναῖκα νά ἀγαπᾶ τόν ἄνδρα της! μεγάλο κεφάλαιο αὐτό! -ἡ ἔγγαμος ἐννοεῖται φυσικά- καί νά εἶναι «οἰκουρός», δηλαδή νοικοκυρά. Βλέπετε, ὅταν ἡ γυναῖκα δέν εἶναι νοικοκυρά, εἶναι ἁμάρτημα. Θά μποροῦσε νά γίνη θέμα ἐξομολογήσεως. Πολλές φορές πᾶμε καί λέμε στήν ἐξομολόγησι: «εἶπα ψέματα, ἔκλεψα, τσακώθηκα». Δέν ξέρω ἄν κάποια κοπέλα ποτέ ἤ κάποια γυναῖκα εἶπε: «Δέν εἶμαι νοικοκυρά!» Σᾶς βεβαιώνω, δέν θυμοῦμαι ποτέ τέτοιου εἴδους ἐξομολόγησι· νά μοῦ πῆ: «δέν εἶμαι νοικοκυρά». Καί πολλές φορές ἐρωτῶ, τίς νέες κοπέλες ἐννοεῖται, «εἶσαι νοικοκυρά; Κάνεις δουλειές;». Πολλές φορές ἀκούω τήν ἀπάντησι: «μά εἶμαι μαθήτρια!» Μά τό νά ’σαι μαθήτρια εἶναι δευτερεῦον στοιχεῖον; Προσέξτε! δέν εἶναι πρωτεῦον στοιχεῖον νά εἶσαι μαθήτρια· εἶναι δευτερεῦον. Ἀκούσατέ το ἄλλη μία φορά: «εἶναι δευτερεῦον στοιχεῖον νά εἶσαι μαθήτρια!» Καλή μαθήτρια θά ’σαι, θά διαβάζης, ἀλλά μή τό ξεχνᾶς γιά τήν ἀποστολή σου γιά τή ζωή σου εἶναι δευτερεῦον στοιχεῖον. Τό πρωτεῦον στοιχεῖον εἶναι: «νά γίνης καλή μητέρα καί καλή σύζυγος!». Καί θά σταθῆς τέτοια, ἐάν γίνης καί μία καλή νοικοκυρά. Νά ξέρης τά πάντα μέσα στό σπίτι σου. Να ξέρης νά εἶσαι πραγματικά ὀργανώτρια τοῦ σπιτιοῦ σου. Αὐτό θά παρακαλέσω νά μή τό ξεχάσετε ποτέ. Τό παραγγέλει αὐτή ἡ Καινή Διαθήκη, αὐτό τό πνεῦμα τό Ἅγιον τό παραγγέλει ὅτι ἡ γυναῖκα πρέπει νά εἶναι νοικοκυρά καί φίλανδρος.

     Ἔτσι τό θέμα τῆς νοικοκυροσύνης, τῆς φιλοκαλίας τοῦ σπιτιοῦ εἶναι ἕνα μεγάλο κεφάλαιο. Σημειώσατε ὅτι μπορεῖ μία γυναῖκα, ὅταν ἔχη μέσα της τό φιλόκαλον πνεῦμα -πού νομίζω εἶναι ἕνα χάρισμα τοῦ Θεοῦ κι ἄν κανείς τό ζητήση ἀπό τόν Θεόν  θά τοῦ τό δώση- νά φιλοκαλῆ μετ’ εὐτελείας πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Ἔ; φιλοκαλεῖς μετ’ εὐτελείας! φιλοκαλοῦμε μετ’ εὐτελείας! ὃπως ἔλεγε ὁ Δημοσθένης στόν ἐπιτάφιο τοῦ Περικλέους -ἄν δέν κάνω λάθος-. Δηλαδή φτιάχνομε κάτι ὄμορφο ἀπό τό τίποτα, «μετ’ εὐτελείας»· ἀπό τό τίποτα, μέ φθηνά πράγματα, μέ τιποτένια πράγματα· θά λέγαμε, μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἄλλοι θά πετούσανε στόν σκουπιδοτενεκέ! Τό νά φυλάσσετε τά χρυσόχαρτα πού ἔρχονται ἀπό τά δέματα, τά πακέτα τά δῶρα, τίς κορδέλες, αὐτά τά πράγματα, τά κουτιά, εἰκόνες ἀπό ἡμερολόγια. Μπαίνετε πολλές φορές σ’ ἕνα σπίτι καί βλέπετε τέσσερα ντουβάρια ἂδεια. Κι ἄν θά λέγαμε σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους γιατί δέν βάζετε ἕνα καδράκι; ἔ, βάλτε κάτι! Θά λέγανε: «δέν ἔχομε χρήματα νά ἀγοράσωμε». Μά κυκλοφοροῦν τόσα ἡμερολόγια τά ὁποῖα εἶναι δωρεάν, τά δίνουν οἱ τράπεζες.  Εἶναι πολύ εὔκολο νά βρῆ κανείς ἕνα ἡμερολόγιο. Ἐκεῖ θά τό κολλούσαμε πάνω σ’ ἕνα ξύλο, σ’ ἕνα νοβοπάν, θά κάναμε ἕνα καδράκι… πολλά καδράκια· θά τά βάζαμε πολύ ὡραῖα στόν τοῖχο. Χίλια πράγματα μποροῦμε παιδιά, νά φτιάξωμε, χωρίς νά ξοδέψωμε χρήματα, ἤ καθόλου ἤ  λίγα.

    Αὐτό θά πῆ φιλοκαλοῦμε μετ’ εὐτελείας. Δέν θά πᾶμε βεβαίως σ’ ἕνα μεγάλο κατάστημα ν’ ἀγοράσωμε ζωγραφικούς πινάκες μεγάλης ἀξίας. Τίποτα! ἁπλά πράγματα· ἁπλά πράγματα καί τό σπίτι γίνεται πολύ ὡραῖο, γίνεται πολύ θερμό. Προσέξτε! πολύ θερμό. Αὐτό τό θερμό… αἰσθητικά θερμό! Ὄχι, γιατί ἔχομε σόμπα· αἰσθητικά θερμό. Μπαίνει κάποιος μέσα καί αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνα περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο μπορεῖ νά κινηθῆ, νά ζήση, νά μείνη. Ἄν τό θέλετε, ἄν ἔπρεπε νά κάνωμε μία ἀνατομία «γιατί οἱ ἄνδρες φεύγουν ἀπό τό σπίτι καί πᾶνε στό καφενεῖο;» -αὐτή ἡ Ἑλληνική πληγή τό καφενεῖο!- «ἤ ξεπορτίζουν ἀλλοῦ οἱ ἄνδρες;» -ἀλλοῦ, ἀπό ’δῶ καί ἀπό ’κεῖ- θά λέγαμε ὅτι φταίει τό σπίτι. Τό σπίτι δέν ἑλκύει. Δέν ἔμαθε ὁ ἄνδρας νά μένη στό σπίτι του, ἐπειδή δέν ἔμαθε ἡ γυναῖκα νά κρατάη τόν ἄνδρα εἰς τό σπίτι της. Εἶναι μία τέχνη νά μάθη ἡ γυναῖκα νά κρατάη τόν ἄνδρα εἰς τό σπίτι· εἶναι μία τέχνη. Καί αὐτή ἡ τέχνη εἶναι, τό νά εἶναι τό σπίτι ὄμορφο ἀπό πάσης πλευρᾶς. Ὄχι πλούσιο· ὄμορφο! Αὐτά ὅλα προσέξατέ τα, παρακαλῶ, πάρα πολύ· ἔρχονται νά σᾶς βοηθήσουν στό νά κάνετε μία ζωή καί πνευματική καί εὐτυχισμένη.

     Ἔτσι λέγει καί ὁ Ραφαήλ εἰς τόν Τωβία: «Πᾶμε νά ἑτοιμάσωμε τήν οἰκίαν!» Εἴδατε; Τήν οἰκίαν! νά ἑτοιμάσωμε τήν οἰκίαν! καί φαντασθεῖτε τό λέγει ὁ Ἄγγελος αὐτό. Ἔχει πολλή ἄξια, ἔχει πολλή σημασία. Καί τοῦ ὑποδεικνύει νά πάρη στά χεριά του ἀπό τίς ἀποσκευές πού θά ἄφηναν πίσω, τό τρίτο μέρος τοῦ ψαριοῦ πού εἶχαν ὅταν πήγαιναν -ἐνθυμεῖσθε στόν πηγαιμό τους;- τή χολή. Διότι μέ τό συκώτι καί τήν καρδιά ἐφυγαδεύθη τό δαιμόνιον τῆς Σάρρας˙ τώρα μένει ἡ χολή. «Πάρε μαζί σου, τοῦ λέγει, τή χολή καί πᾶμε».

    Καί ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφεύς -πιθανότατα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Τωβίτ ἤ ὁ Τωβίας- ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου γράφει: «καί συνῆλθεν ὁ κύων ὄπισθεν αὐτῶν» (Τωβ. 11, 2) εἶναι μία πολύ μικρή λεπτομέρεια, πολύ μικρή, ἡ ὁποία κάποτε σ’ ἕνα ζωγραφικό πίνακα μπορεῖ νά δώση ἕναν τόνον. Κάποτε νά πέση στό μάτι τοῦ θεατοῦ ἀκριβῶς αὐτή ἡ λεπτομέρεια καί νά δώση μία χάρι.          

    Θά θυμόσαστε ὅτι, ὅταν ἔφευγε ὁ Τωβίας μέ τόν Ραφαήλ, ἐπῆγε μαζί τους καί τό σκυλί, τό σκυλί τοῦ σπιτιοῦ. Τώρα θυμᾶται ὁ ἱερός συγγραφεύς ὅτι τό σκυλί εἶχε πάει μαζί καί γυρίζει μαζί τους πάλι. Εἶναι μία χαριτωμένη σκηνή. Τό σκυλί δε, πού εἶναι τόσο οἰκεῖο στό σπίτι καί καταλαβαίνει πολλά πράγματα ἀπό τό σπίτι, ὅταν αἰσθάνεται ὅτι γυρίζουν στό σπίτι  -αὐτό τό κάνουν ὅλα τά σκυλιά- προτρέχει, πάει πιό μπροστά στό σπίτι αὐτό· ὁπότε οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ βλέπουν ὅτι ἦρθε ὁ σκύλος, σημαίνει ὅτι κάπου πιό πέρα βρίσκονται ἐκεῖνοι πού ἔρχονται.

     Ἡ μητέρα τοῦ Τωβία ἔβγαινε κάθε μέρα καί κοιτοῦσε στό δρόμο˙ «ἔρχεται ὁ Τωβίτ;» καί ἔκλαιγε. Ἐνθυμεῖσθε πού λέγαμε ὅτι θρηνοῦσε καί ἔλεγε: «Πάει τό παιδί μου, χάθηκε τό παιδί μου, ἄργησε τό παιδί μου, χάθηκε τό παιδί μου» καί βλέπει τό σκυλί. Ἀνεθάρρησε, ἤτανε ὁ προάγγελος τοῦ ἐρχομοῦ, καί μπαίνει μέσα καί λέγει στόν ἄνδρα της τόν Τωβίτ: «Ἔρχονται! ἔρχονται! ὁ σκύλος φάνηκε. Ἔρχονται». Καί πράγματι λοιπόν κατέφθασαν. Ἀντιλαμβάνεσθε τίς συγκινήσεις πού συνέβησαν ἐκεῖ, ὅταν συναντήθηκε πρῶτα μέ τήν μητέρα του ὁ Τωβίας τήν Ἄννα καί κατόπιν ἔρχεται νά συναντήση τόν Τωβίτ, ὁ ὁποῖος ἀκούγοντας ὅτι ἔρχεται ὁ γιός του πάει νά βγῆ ἀπό τό σπίτι καί σκουντουφλᾶ -τό δείχνει αὐτό, βλέπετε κάτι λεπτομέρειες οἱ ὁποῖες διαρκῶς συμπληρώνουν αὐτόν τόν πινάκα αὐτῆς τῆς ὡραίας οἰκογενειακῆς ζωῆς- σκουντουφλᾶ ἐκεῖ στό κατώφλι καί σπεύδει ὁ Τωβίας καί σηκώνει τόν πατέρα του, ὅπως ἐσκουντούφλησε. Καί τότε, ἀφοῦ ἀγκαλιάστηκαν, φιληθήκαν, χαιρετήθηκαν, λέγει: «Πατέρα, κάτσε τώρα νά σοῦ κάνω κάτι». Καί ἔπιασε καί τοῦ ἔχρισε τά μάτια κατά τήν ὑπόδειξι τοῦ Ἀγγέλου, τοῦ ἔχρισε τά μάτια μέ τήν χολήν. Ἡ χολή ἔτσουζε εἰς τά μάτια -εἶχε πεῖ ὁ Ἄγγελος ἔτσι θά συμβῆ- καί ὅπως αἰσθάνθηκε αὐτό τό δήξιμο, αὐτό τό δάγκωμα, δηλαδή τό τσούξιμο, τότε ἀμέσως, αὐτομάτως θά λέγαμε ἐξ ἐνστίκτου, ἔβαλε τά χέρια του νά τρίψη καί ὅπως ἔτριψε ἰσχυρά τά ματιά του γιά νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τό τσούξιμο αὐτό, ἔφυγαν αὐτές οἱ λεπίδες πού ὑπῆρχαν, λέει, εἰς τούς κανθούς, εἰς τά βλέφαρα καί ἀνέβλεψε.

    Καί τότε, -ὦ! τότε παιδιά!- «καί ἰδών τόν υἱόν αὐτοῦ ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ» (Τωβ. 11, 12) Ὅταν εἶδε τό παιδί του, τότε ἔπεσε στόν τράχηλόν του κι ἄρχισε νά τόν φιλᾶ.

    Γιά σκεφθεῖτε, τί ὡραία σκηνή! καί ἔκλαυσε˙ ὡραία οἰκογενειακή σκηνή! Μία σκηνή πού εἶναι γεμάτη εὐτυχία. Πραγματικά μία εὐτυχία πού ἦρθε μετά ἀπό μία πικρή δυστυχία κι εἶναι πιό γλυκειά ἡ εὐτυχία, ὅταν ἔρχεται μετά ἀπό μία δυστυχία. Ὅπως τό νερό, ὃταν ἔρχεται ύστερα ἀπό μία παρατεταμένη ἀνομβρία, εἶναι πολύ πιό ὡραιότερο ἤ τό ψωμί ὅπως καί νά ’ναι ζημωμένο καί ψημμένο, εἶναι πολύ πιό γλυκύτερο, ὅταν τό τρῶμε μετά ἀπό μία ὁδοιπορία καί ἀπό μία πεῖνα.

    Καί τί εἶπε; Βλέπετε ὅτι οἱ ἃγιοι ἄνθρωποι ὅ,τι κι ἄν τούς τύχη, πάντα δοξάζουν τόν Θεόν. Τί ἄλλο εἰς τόν Τωβίτ; παρά ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. «Εὐλογητός εἶ ὁ Θεός, καί εὐλογητόν τό ὄνομά σου εἰς τούς αἰῶνας. Καί εὐλογημένοι πάντες οἱ ἅγιοί σου ἄγγελοι˙ ὅτι ἐμαστίγωσας καί ἠλέησάς με, ἰδού βλέπω Τωβίαν τόν υἱόν μου.» (Τωβ. 11, 13) Σύντομη δοξολογία, ἀλλά πολύ ὅμως περιεκτική. Δοξάζω ἐσένα, δοξάζω καί τούς ἁγίους Σου Ἀγγέλους.

    Βλέπετε τήν πίστιν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὅτι οἱ Ἂγγελοι προστατεύουν τούς ἀνθρώπους καί ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του; Τό βλέπετε αὐτό;

    Αὐτό θά μᾶς τό πῆ ὁ Κύριος εἰς τήν Καινήν Διαθήκη, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν θά μᾶς πῆ ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του. Ἐκεῖ πού λέει ὅτι «προσέξτε -ὁρᾶτε- προσέξτε μή σκανδαλίσατε ἕναν τῶν μικρῶν τούτων, πού οἱ Ἂγγελοί των βλέπουν τό πρόσωπον τοῦ οὐρανίου Πατρός». Ὁπότε ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τόν Ἂγγελόν του, πού τόν προστατεύει.

    Καί ἀφοῦ δοξολογεῖ τόν Θεόν καί τους Ἀγγέλους, κατόπιν τί λέγει; Τό περιεχόμενον θά λέγαμε τῆς δοξολογίας εἶναι καί αὐτό, «ἐμαστίγωσας καί ἠλέησάς με.» Δύο λέξεις εἶναι, ἀλλά εἶναι πολύ περιεκτικές. Ἔδωσες ξύλο -γιατί;- γιά ἐκεῖνες τίς κάποιες ἁμαρτίες πού μπορῆ νά εἶχα. Δέν ὑπάρχει, παιδιά, ἄνθρωπος ἀναμάρτητος! δέν ὑπάρχει. Ἀλλά ἐνῶ ἐμαστίγωσες, τώρα ἐλεεῖς.

    Λέει κάπου ἡ Παλαιά Διαθήκη: «Ἐγώ ὁ Θεός, λέγει, πατάξω καί ἰάσομαι». Προσέξτε! πατάξω θά πῆ θά χτυπήσω, καί ἰάσομαι θά θεραπεύσω. Ἔτσι ὁ Θεός τιμωρεῖ γιά λόγους καθαρά παιδαγωγικούς· ὄχι, τίποτε ἄλλο· ἀλλά καί ἐλεεῖ μετά. Ὅταν δῆ συντριβή, ὅταν δῆ μετάνοια, τότε πραγματικά ἐλεεῖ.

    Καί τότε ὁ υἱός, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό τό θαῦμα -ἕνα θαῦμα ἤτανε, δέν ἤτανε μία θά λέγαμε φυσική θεραπεία, ἦταν ἕνα θαῦμα, διότι τό ἐργάσθηκε ὁ Θεός διά τοῦ Ἀρχαγγέλου Ραφαήλ- τότε ὁ υἱός διηγεῖται εἰς τούς γονεῖς του τά τοῦ ταξιδίου του· ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα συνέβησαν: πῶς συνήντησε τήν νύφη, πῶς παντρεύτηκε, πῆρε τά χρήματα, ἐπῆρε προῖκα ἀπό τήν κοπέλα καί λοιπά, καί λοιπά· τούς τά διηγήθηκε ὅλα. Καί ἐν τῷ μεταξύ ἑτοίμασαν τό σπίτι τους, ὅπως ἦταν δυνατόν νά ἑτοιμασθῆ, καί ἐξέρχονται τώρα νά προϋπαντήσουν τή νύφη, πού ἐρχόταν.

     Ὁ Τωβίτ βλέπει! τώρα πιά δέν σκουντουφλᾶ, μπορεῖ νά περπατᾶ. «Καί ἐξῆλθε Τωβίτ εἰς συνάντησιν τῇ νύμφῃ αὐτοῦ χαίρων καί εὐλογῶν τόν Θεόν πρός τῇ πύλῃ Νινευῆ˙ καί ἐθαύμαζον οἱ θεωροῦντες αὐτόν πορευόμενον ὅτι ἔβλεψε.» (Τωβ. 11, 15) Γεμᾶτος ἀπό χαρά πῆγε νά προϋπαντήση τή νύφη του, χαίροντας καί εὐλογῶντας τόν Θεόν.

    Εἶναι μία πολύ καλή στιγμή, ὅταν τά πεθερικά ὑποδέχωνται ἤ τή νύφη ἤ τόν γαμπρό εὐμενῶς. Σημαίνει ὅτι αὐτός ὁ γάμος ἔγινε κάτω ἀπό εὐλογίες γονέων. Δέν ἦτο ἕνας ἂτακτος γάμος· πού πολλές φορές συμβαίνει νά ὑπάρχουν ἄτακτοι γάμοι παρά τήν θέλησιν τῶν γονέων καί λοιπά, καί λοιπά…

    Πρέπει ὅμως ἐδῶ νά σημειώσω ὅτι, ὅταν λέμε ὅτι πρέπει νά ’χωμε τήν εὐλογία τῶν γονέων, αὐτό εἶναι δίκαιον καί πρέπον. Πολλές φορές ὅμως, παιδιά, οἱ γονεῖς μας μπορεῖ νά διακατέχωνται ἀπό ἕνα ὁλότελα κοσμικό πνεῦμα, νά ’χουνε μία φοβερή κενοδοξία μέσα τους καί τά παιδιά νά ’χουνε πολύ προσγειωθῆ, νά ’χουνε γνωρίση τόν Χριστόν καί φυσικά νά μή συμφωνοῦν οἱ γονεῖς σέ μία κατά Θεόν ἐκλογή πού θά ἔκαναν τά παιδιά.

     Ὅπως ἐπί παραδείγματι νά ἔλεγε ἡ μάνα στήν κόρη της: «ἐγώ θέλω νά πάρης γιατρόν», «νά πάρης δικηγόρο», «νά πάρης... ξέρω ’γω μεγάλον καί τρανόν». Καί ἡ κοπέλα -προσέξτε!- νά εἶναι… ἔ, νά ἔβγαλε ἕνα Γυμνάσιο τό πολύ-πολύ· νά εἶναι… ἔ, μιᾶς σειρᾶς συνηθισμένης καί νά ’χη μιά μεγαλομανία ἡ μάνα καί νά μή θέλη κατώτερον ἀπό γιατρόν καί ἀπό δέν ξέρω τί… καί νά εἶναι καί πολύ πλούσιος καί δέν ξέρω τί. Αὐτό τό πρᾶγμα δέν εἶναι σωστό. Ἡ κόρη θά πῆ: «μάνα, μητέρα, δέν σκέφθεσαι σωστά». Καί ὅταν βρεθῆ κάποιο παιδί καί εἶναι κάλο παιδί καί εἶναι καλός ἄνθρωπος, εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος, ἀλλά δέν εἶναι βεβαίως γιατρός -τώρα λέω γιατρός γιατί ὑπῆρχε, σήμερα δέν ξέρω ἄν ἰσχύη αὐτό τό πρᾶγμα, ἀλλά κάποτε τό ἔλεγαν αὐτό σάν κάτι τό πολύ πολύ ὑψηλόν, δέν ἔχει καί πολλή σημασία φυσικά- ἕνα ὑψηλόν ἐπάγγελμα ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὑψηλόν ἐπάγγελμα ἤ κοινωνική ὑψηλή θέσι καί νά πῆ: «Δέν ἔχει ὑψηλή κοινωνική θέσι, αὐτό δέν ἔχει σημασία, εἶναι καλό παιδί, εἶναι πολύ καλό παιδί, εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος». Νομίζω σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις πρέπει νά ἐπιμένη ἡ κόρη ὅτι ἔτσι πρέπει νά γίνη καί ὅτι πρέπει νά διορθώνη τήν μητέρα της ἡ ὁποία διακατέχεται ἀπό τό πνεῦμα αὐτό τῆς κενοδοξίας καί τῆς κοσμικότητος. Εἶναι ἕνα φοβερό πρᾶγμα, δυστυχῶς! δέν εἶναι σπάνιο, δυστυχῶς!

     Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει πρέπει νά ’ναι κάτω ἀπό τήν εὐλογία τῶν γονέων ἕνας γάμος. Καί ἐδῶ τώρα ὁ Τωβίτ χαίρεται καί εὐλογεῖ τόν Θεό καί πηγαίνει νά προϋπαντήση τή νύφη του. Ὅλοι δέ χαίρουν πού τόν βλέπουν νά βλέπη.

    Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ καλός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγαπητός καί μέσα εἰς τήν κοινωνία. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικός, ἀληθινά κοινωνικός ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ παρά θά εἶναι καί ἀγαπητός ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς κοινωνίας.

     Ὅταν λέμε ὅμως κοινωνικός ἄνθρωπος δέν ἐννοοῦμε κοσμικός. Συνήντησα τήν περάσμενη ἑβδομάδα κάποιον νέον φοιτητήν εἰς τόν δρόμον, καί ὅταν τοῦ εἶπα νά ζῆ μιά πνευματικότερη ζωή, μοῦ λέγει ὅτι: «Μά ἐγώ θέλω νά εἶμαι κοινωνικός ἄνθρωπος». «Ὄχι, τοῦ λέγω, εἶσαι κοσμικός ἄνθρωπος, δέν εἶσαι κοινωνικός. Ἐπῆγες ποτέ σέ κανένα νοσοκομεῖο νά δῆς τούς ἀσθενεῖς; Ἐπῆγες σέ κανένα φτωχό σπίτι νά δῆς τί κάνουν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι; Τότε θά σ’ ἒλεγα κοινωνικόν ἄνθρωπο». Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος τό «χαῖρε μετά χαιρόντων καί κλαῖε μετά κλαιόντων». Νά χαίρης μ’ αὐτούς πού χαίρουν καί νά κλαῖς μ’ αὐτούς πού κλαῖνε. Αὐτό εἶναι θά λέγαμε ὁ ὁρισμός τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι, «ποῦ γίνεται χορός νά τρέξης!» Αὐτό δέν λέγεται κοινωνικότης, αὐτό λέγεται κοσμικότης. Θά λέγαμε καταχρηστικῶς ἀναφέρουν τόν χαρακτηρισμόν «εἶναι κοινωνικός ἄνθρωπος!» Ὄχι, εἶναι κοσμικός ἄνθρωπος. Κοινωνικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συναντιλαμβάνεται τά καρδιοχτύπια, τίς χαρές καί τά κλάματα τῆς κοινωνίας· αὐτός εἶναι ὁ κοινωνικός ἄνθρωπος.

      Ἔτσι ὁ ἀληθινά κοινωνικός ἄνθρωπος, αὐτός πού ἀγαπάει τούς ἀνθρώπους μέσα στήν κοινωνίαν, τούς ἀγαπᾶ, τούς βοηθᾶ, ὅταν πάθη κάτι, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι λυποῦνται· κι ὅταν ἔχη μιά χαρά, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γι’ αὐτόν χαίρουν, γιατί εἶναι ὁ καλός ἄνθρωπος· ὁ καλός! Δέν ξέρω ποτέ ἄν ἔχετε συναντήση -σπανίζουν ξέρετε πού νά δημιουργοῦν μίαν ἔξαρσιν, κάτι τό ἐξαιρετικό κάτι πού νά εἶναι κτυπητή ἡ περίπτωσι, κτυπητό τό παράδειγμα- ἄν ἔχετε συναντήση τέτοιους ἀνθρώπους κοινωνικούς μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως πού νά λέγουν: «νά ὁ καλός ἄνθρωπος!» ἔτσι νά λέη ἡ κοινωνία: «νά ὁ  καλός ἄνθρωπος!», εἶναι σπουδαῖο αὐτό!

    Θά λέγαμε εἶναι ἐκεῖνο τό δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού λέγεται χρηστότης -εἶναι ἀπό τούς ἐννέα, ἄς τό ποῦμε ἐννέα καρπούς· ἕνας εἶναι ὁ καρπός· ἄς τό ποῦμε ἐννέα καρπούς καταχρηστικῶς- πού λέγεται χρηστότης μετ’ ἀγαθοσύνης.

    Τί εἶναι χρηστότης; Θά πῆ χρήσιμος ἄνθρωπος, ὠφέλιμος ἄνθρωπος, αὐτός πού ὅπου βρεθεῖ εἶναι πάρα πολύ χρήσιμος.

    Καί τί ὡραῖο πρᾶγμα, παιδιά, -μιά πού ἔχομε καί κυρίες ἐδῶ ἀκροάτριες, ζηλεύουν τίς κοπέλες καί ἔρχονται καί ἀκοῦν˙ καί καλά κάνουν- θά ἔλεγα τοῦτο: Μία μητέρα, ἤ πεθερά μές στό σπίτι νά εἶναι χρήσιμη στά παιδιά της, στίς νύφες της, στούς γιούς της ξέρω ’γώ, στούς γαμπρούς της· χρήσιμη! Νά μήν εἶναι ἕνα κούτσουρο μές στό σπίτι, χωρίς νά μπαίνη στίς μύτες τῶν παιδιῶν, χωρίς νά ἐπεμβαίνη στό νοικοκυριό τους, νά τούς ἀφήση νά κάνουν τό νοικοκυριό τους, ὅμως… ὅμως νά εἶναι μία χρήσιμη γυναῖκα μές στό σπίτι. Ἤ γενικά ὁ κάθε ἄνθρωπος νά εἶναι χρήσιμος, ὅπου κι ἄν τόν τοποθετήσωμε. 

    «Καί ὡς ἤγγισε Τωβίτ Σάρρᾳ τῇ νύμφῃ αὐτοῦ, κατευλόγησεν αὐτήν λέγων˙ ἔλθοις ὑγιαίνουσα, θύγατερ˙ εὐλογητός ὁ Θεός, ὅς ἤγαγέ σε πρός ἡμᾶς, καί ὁ πατήρ σου καί ἡ μήτηρ σου» (Τωβ. 11, 16) Ὃταν κατέφθασε ἡ Σάρρα, τότε λέγει -ἡ Σάρρα ἡ νύφη τοῦ Τωβίτ, ἡ γυναῖκα τοῦ Τωβία- τότε ὁ Τωβίτ λέγει τήν κατευλόγησε. Δηλαδή ἦλθε νά τήν εὐλογήση -ἡ πρόθεσις κατά δείχνει ὑπερβολήν- καί τῆς εἶπε: «ἔλθοις» -εὐκτική· εἴθε νά ἔλθης, καλωσόρισες· αὐτό πού λέμε ἔ; καλωσόρισες, τό καλωσῆλθες- «ὑγιαίνουσα θύγατερ,» καλωσῆλθες καί νά ’χης ὑγεία, νά περάσης καλά, νά ’σαι εὐτυχισμένη.

    Τήν καλοδέχθηκε, τήν καλωσόρισε. Καλωσορίζω, ἔτσι! Τί ὡραῖο πρᾶγμα! Ὅταν πολλές φορές βλέπη κανένας μία δυσαρέσκεια στούς ἀνθρώπους γιά ποικίλους λόγους.

    Πῶς τήν ἀπεκάλεσε; «θύγατερ». Ξέρετε ὅτι ὑπάρχουν νύφες πού δέν λέγουν ποτέ τήν πεθερά τους «μητέρα»; Τό ξέρετε αὐτό; Δέν ξέρω γιατί. Καμμία φορά! Τίποτε. Ὅταν θέλουν νά φωνάξουν, δέν ξέρω πῶς μποροῦν νά μιλήσουν, ἀλλά ποτέ δέν ἀποκαλοῦν τήν πεθερά «μητέρα». Ποτέ! Ποτέ! Ποτέ. Ἀλλά καί ἡ πεθερά πολλές φορές, ἅμα δέ χωνεύη τήν νύφη της, ποτέ δέν τῆς λέει «κόρη μου»· ἤ ὁ πεθερός νά πῆ «κόρη μου» ἤ τόν γαμπρό νά τόν πῆ «γιέ μου, παιδί μου»· τίποτα! Γιατί ὑπάρχει μία κακία ὑπάρχει μία δυσαρέσκεια. Εἴδατε ἐδῶ τί ὡραία! «κόρη μου» λέει «καλωσῆλθες κόρη μου!». Καί πράγματι εἶχαν ἕνα παιδί καί ἔκαναν δύο· γιατί τώρα ἡ Σάρρα δέν εἶναι ἀλλότριον πρόσωπον, εἶναι ἡ κόρη τοῦ σπιτιοῦ.

     Ἐπειδή ὑπάρχη αὐτό τό πνεῦμα, γι’ αὐτό βλέπετε ἔχουν μία ζωή ὁλόκληρη συνοικήσεως, συμβιώσεως καί δέν μποροῦν τά πεθερικά …  ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὅλα αὐτά εἶναι ἕνα δυστύχημα διότι γίνεται μία φοβερά κακή τοποθέτησις τοῦ ὅλου θέματος τοῦ γάμου· φοβερά κακή τοποθέτησι.

    Δέν εἶναι μάταιον ὅτι τό βιβλίο αὐτό τοῦ «Τωβίτ» κατεχωρήθη μέσα εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν· δέν εἶναι μάταιον. Ἔρχεται νά δώση ἕνα ὑπόδειγμα σωστῆς τοποθετήσεως τοῦ γάμου, ὥστε οἱ ἄνθρωποι πού μελετοῦν τήν Ἁγίαν Γραφήν νά ξέρουν πῶς ἀκριβῶς νά τοποθετοῦν αὐτό τό πελώριο θέμα, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ ἕναν θεμελιώδη σταθμό μέσα στή ζωή τῶν ἀνθρώπων.

    Ἀλλά δέν λέγει μόνον εὐλογημένη ἡ κόρη μου καί καλωσῆλθε καί νά ὑγιαίνη, λέει καί κάτι ἄλλο «εὐλογητός ὁ Θεός, ὅς ἢγαγέ σε πρός ἡμᾶς, καί ὁ πατήρ σου καί ἡ μήτηρ σου» (Τωβ. 11, 16) Εὐλογητός ὁ Θεός, δοξασμένος ὁ Θεός ὁ ὁποῖος, λέγει, σ’ ἔφερε σέ μᾶς. Μ’ ἄλλα λόγια «εὕρημα!», σέ βρήκαμε, εἶναι τό νά βρῆ κανείς τόν καλόν ἄνθρωπον, τήν καλήν νύφη ἢ τόν καλόν γαμπρόν. Καί δοξάζει τόν Θεόν, διότι ἔφερε τά βήματα τῆς Σάρρας εἰς τό σπίτι τοῦ Τωβίτ καί τῆς Ἄννας. Πού δέν εἶναι τυχαῖο τό νά βρεθῆ ἕνας κάλος ἄνθρωπος, ὅταν ὁ Θεός παρακληθῆ γι’ αὐτό, καί ἡ ζωή μας εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

    Ἀλλά καί ἀκόμη κάτι ἄλλο. Εὐλογημένοι, δηλαδή μ’ ἄλλα λόγια, εὐτυχισμένοι ἄς εἶναι, εὐλογημένοι νά ’ναι ὁ πατέρας σου καί ἡ μάνα σου. Εὐλογεῖ τούς γονεῖς τῆς νύφης. Γιατί τούς εὐλογεῖ; Πρῶτα πρῶτα αὐτό προϋποθέτει ἀγαθές σχέσεις μέ τά συμπεθέρια. Ὦ! οἱ συμπέθεροι! ὦ! οἱ συμπέθεροι· δέν τρῶνε γλυκό ψωμί οἱ συμπέθεροι, πάντοτε ἀλληλοβλέπονται. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τούς συμπεθέρους ἔχει καλά αἰσθήματα καί αὐτό εἶναι μεγάλο κεφάλαιο. Διότι ὅταν οἱ συμπέθεροι ἔχουν μεταξύ τους καλά αἰσθήματα, τότε καί τά παιδιά μεταξύ τους θά ἔχουν καλά αἰσθήματα, καί δέν θά ὑπάρχουν προϋποθέσεις γκρίνιας ἀνάμεσα στό ζεῦγος.

    Ἀλλά εἶναι ὅμως καί τό βαθύτερο. Ὅταν κάποτε βρίσκωμε ἕνα καλό κορίτσι ἢ ἕνα καλό ἀγόρι, γιατί θέλομε νά τό ἀπομονώσωμε ἀπό τούς γονεῖς του; Καί λέμε ἐμεῖς βρήκαμε αὐτό. Μά αὐτό τό παιδί τό ’φτιαξαν οἱ γονεῖς. Συνεπῶς πρέπει νά προεκτείνωμε τήν εὐχαριστία μας καί τήν εὐγνωμοσύνη μας καί εἰς τούς γονεῖς αὐτουνοῦ τοῦ κοριτσιοῦ, ἢ αὐτουνοῦ τοῦ ἀγοριοῦ. Διότι καλά, ὡραῖα, πολύ ὡραῖα! βρῆκες μιά πολύ καλή κοπέλα· ἐντάξει. Τώρα οἱ γονεῖς της, πέταμα; Βρῆκες ἕνα καλό γαμπρό. Τώρα οἱ γονεῖς, πέταμα; Λές ὅτι ὁ ἄνδρας σου εἶναι πολύ θαυμάσιο παιδί. Μάλιστα. Ἀλλά ποιός τόν ἔκανε θαυμάσιο; Ἡ μάνα του καί ὁ πατέρας του. Αὐτούς δέν πρέπει νά τούς εὐχαριστήσωμε; Αὐτούς δέν πρέπει νά τούς προσέξωμε;

    Νά λοιπόν τώρα πού ἔρχεται ὁ Τωβίτ, ὁ θαυμάσιος αὐτός ἄνθρωπος, ὁ Θεόπνευστος αὐτός ἄνθρωπος, ἔρχεται νά εὐλογήση καί τούς γονεῖς τῆς Σάρρας πού φτιάξαν ἕνα τέτοιο καλό κορίτσι.

    «Καί ἐγένετο χαρά πᾶσι τοῖς ἐν Νινευῆ ἀδελφοῖς αὐτοῦ.» Ὅλο τό συγγενολόγι, ὅλοι οἱ πατριῶτες χάρηκαν γιά ὅλα αὐτά τά περιστατικά. Καί τότε ἦρθε κι ὁ Ἀχιάχαρος -ἐκεῖνος ὁ συγγενής, τόν ἐνθυμεῖσθε, πού βοηθοῦσε τόν Τωβίτ- ἦρθε καί ὁ Νασβάς ὁ ἐξάδελφος αὐτοῦ «καί ἢχθη ὁ γάμος Τωβία μετ’ εὐφροσύνης ἡμέρας ἑπτά» (Τωβ. 11, 17) Καί γιόρτασαν τόν γάμο ἡμέρες ἑπτά. Δεκατέσσερις ἡμέρες στό σπίτι τοῦ πεθεροῦ, ἑπτά ἡμέρες τώρα στό σπίτι τοῦ πάτερα, καί ἦταν πραγματικά μία ἀληθινή εὐτυχία στό σπίτι ἐκεῖνο.

    Πέρασαν ὅμως οἱ ἑπτά ἡμέρες -φυσικά εἶναι μαζί τους καί ὁ Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος φέρεται πάντοτε ὡς ὁ συνοδός· ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐστάθηκε τόσο πολύτιμος εἰς αὐτήν τήν ὅλη ὑπόθεσι τῆς οἰκογενείας Τωβίτ- ὥστε ἦρθε καί ἡ ὥρα νά φύγη καί ὁ σύντροφος, ὁ συνοδός. Ἀλλά ὑπῆρχε μιά συμφωνία˙ ἔπρεπε νά τόν πληρώσουν, διότι ἐνθυμεῖσθε ὅτι εἶχε στείλει τον υἱόν του εἰς τήν ἀγορά καί τοῦ λέγει: «πήγαινε, παιδί μου, νά βρῆς κάποιον ἄνθρωπον, ἐπί πληρωμῇ, ἐπί μισθῷ μία δραχμή τήν ἡμέρα -τό θυμόσασθε;- καί νά σέ συνοδέψη στό ταξίδι σου, πού θά ξέρη τόν δρόμον».

    Καί τότε καλεῖ ὁ Τωβίτ τόν γιό του τόν Τωβία καί τοῦ λέγει: «ὅρα τέκνον» ἐδῶ θά δῆτε τώρα τούς τιμίους ἀνθρώπους· προσέξτε! τούς τιμίους καί τούς φιλοτίμους ἀνθρώπους, αὐτούς πού ἡ ἐποχή μας ἔχει πολύ λίγους. Δέν θά μποροῦσα ποτέ νά πῶ -θά ἀδικοῦσα φοβερά- ὅτι δέν ὑπάρχει τίμιος καί φιλότιμος ἄνθρωπος στήν ἐποχή μας˙ ὑπάρχουν· ὑπάρχουν· εἶναι πολλοί, ἀλλά μόνον ἀνήκουν εἰς τούς λίγους. Εἶναι πολλοί, ἀλλά δέν εἶναι οἱ πολλοί, ἁπλῶς εἶναι πολλοί· ὄχι οἱ πολλοί, ἀνήκουν εἰς τήν μικρή μερίδα, εἰς τό μικρόν ποίμνιον, εἶναι εἰς τούς λίγους.

    «ὅρα τέκνον, μισθόν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ συνελθόντι σοί, καί προσθεῖναι αὐτῷ δεῖ.» (Τωβ. 12, 1) Παιδί μου, κοίταξε νά πληρώσωμε τόν μισθόν στόν ἄνθρωπον. Δέν εἶναι οἱ ἀφιλότιμοι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ κάνουν τή δουλειά τους, «ποῦ σέ εἶδα καί ποῦ σέ ξέρω»· δηλαδή μ’ ἀλλά λόγια «νά φᾶμε χρήματα». Ἐκεῖνος πού μᾶς δούλεψε, νά μή τόν πληρώσωμε. Εἶναι συνηθισμένο φαινόμενο αὐτό· νά φᾶμε χρήματα. Ἤ ἀφοῦ κάναμε τή δουλειά μας καλά καλά, ἐάν δέν φᾶμε ὁλότελα, πού συμβαίνει καί αὐτό δυστυχῶς, δυστυχέστατα -καθόλου σπάνιο!- ἀλλά νά περικόψωμε, ν’ ἀρχίσωμε τά παζάρια ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀφοῦ μᾶς τελείωσε ἡ δουλειά, ἐκ τῶν ὑστέρων καί βλέπετε πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι ἀλληλοξεγιελιῶνται, ἀλληλοαπατῶνται· ποιος δηλαδή θά ρίξη ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά νά τόν ξεγελάση, νά τοῦ κόψη χρήματα, νά τοῦ φάη χρήματα καί τά λοιπά… Φοβερά πράγματα. Φοβερά! Τί ὡραῖο  πρᾶγμα,  ἴσιες δουλειές! Πόσο κάνει; Τόσο. Συμφωνοῦμε. Πάρτα, ἄνθρωπε, τά χρήματα, πάει τέλειωσε. Τί ὡραῖο πρᾶγμα νά ὑπάρχη φιλοτιμία! καί ἡ ἐργασία ἀπό πλευρᾶς ἐργαζομένου νά εἶναι φιλότιμος ἐργασία καί ἀπό πλευρᾶς ἐκείνου πού θά πληρώση νά εἶναι ὅτι πρέπει νά πληρώση. Τέλειωσε, πάει. Ἀλλά χαλάσαμε· εἶναι χαλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.  

     Ἐδῶ ὁ Τωβίτ ὅμως ἔρχεται καί λέει στό γιό του: «Παιδί μου κοίταξε, πρόσεξε!». Ἐκεῖνο τό «ὅρα» δηλαδή μή πάει καί μπεῖ καμμία ἰδέα στό μυαλό ὅτι… ἂ, ξέρω ’γώ! Καί ὄχι μόνο θά τοῦ πληρώσωμε τό συμπεφωνημένον, ἀλλά πρέπει νά τοῦ πληρώσωμε καί παραπάνω, διότι ἤδη τό εἶχε ὑποσχεθεῖ. «Καί προσθεῖναι αὐτῷ δεῖ» πρέπει νά προσθέσωμε· πρέπει νά δώσωμε καί παραπάνω διότι πραγματικά ἐβοήθησε.

    Καί ὁ Τωβίας, ὁ γιός τοῦ Τωβίτ, θά λέγαμε ὁ γιός τοῦ πατέρα του… -αὐτή ἡ ἔκφρασις δείχνει, εἶναι αὐτονόητο, ἀλλά δείχνει τό ἑξῆς, ὅτι «ποῦ θά πέση τό μῆλο; κάτω ἀπό τή μηλιά». Ὁ γιός τοῦ πατέρα του… δηλαδή γιά τόν κακόν ἄνθρωπον, γιά τόν κακό πάτερα, κακό παιδί· γιά τόν καλό πατέρα, καλό παιδί. 

    Τί εἶπε ὁ Τωβίας; -ξεπερνᾶ τόν πατέρα του- «πάτερ, οὐ βλάπτομαι δούς αὐτῷ τό ἥμισυ, ὧν ἐνήνοχα» (Τωβ. 12, 2) Πατέρα μου, δέν ἔχω τίποτα νά ζημιώσω, ἐάν τοῦ δώσω, ὄχι κάτι παραπάνω, ὄχι τή μία δραχμή μόνο καί κάτι παραπάνω, δέν ζημιώνω νά τοῦ δώσω τά μισά ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔφερα. Καί τώρα αἰτολογεῖ τό γιατί προτείνει αὐτό στόν πατέρα του, νά δώση τά μισά, δηλαδή ποσόν πολύ σημαντικόν. Ἄν τό θέλετε ἐνθυμεῖσθε τά τάλαντα ἐκεῖνα, τά δέκα τάλαντα; Νά τοῦ δώση τά πέντε τάλαντα· σημαντική περιουσία!

    Καί λέγει «ὅτι με ἀγήοχέ σοι ὑγιῆ» μ’ ἔφερε πίσω ὑγιῆ· δέν ἔπαθα τίποτα στό δρόμο «καί τήν γυναῖκα μου ἐθεράπευσε» ἔκανε καλά τή γυναῖκα μου «καί τό ἀργύριόν μου ἢνεγκε» μοῦ ἔφερε τά χρήματα, γιατί ἐκεῖνος πῆγε καί τά πῆρε «καί σέ ὁμοίως ἐθεράπευσε.» (Τωβ. 12, 3) καί σένα σ’ ἔκανε καλά. Ἀπαρριθμεῖ στόν πατέρα του τίς εὐεργεσίες πού προσέφερε ὁ συνοδός εἰς τήν οἰκογένεια αὐτή.

    «Καί εἶπεν ὁ πρεσβύτης» Αὐτός ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος ὁ Τωβίτ «δικαιοῦται αὐτῷ» (Τωβ. 12,4) Ναί, παιδί μου, ἔχεις δίκαιο, τά δικαιοῦται· νά δώσωμε τά μισά. Εἶναι ἡ συμφωνία τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὁ ἕνας προτείνει κάτι, ὁ ἄλλος συμφωνεῖ. Ὅταν εἶναι καί οἱ δύο ἀγαθοί ἄνθρωποι, εἶναι ἁπλοί ἄνθρωποι, ἔχουν πνεῦμα Θεοῦ. Εἶναι πραγματικά χαριτωμένες καταστάσεις αὐτές καί τίς χαίρεσαι νά τίς βλέπης στούς ἀνθρώπους.

    Καί τότε καλοῦν τόν Ἂγγελον σέ ἰδιαίτερο δωμάτιο καί τοῦ λένε: «Πάρε τό ἥμισυ πάντων, ὧν ἐνηνόχατε, καί ὕπαγε ὑγιαίνων». Πάρε τά μισά ἀπό αὐτά πού ἐφέρατε· σ’ εὐχαριστοῦμε πολύ· νά πᾶς στό καλό· νά ἔχης ὑγεία· σ’ εὐχαριστοῦμε· πάρε τά μισά. Δηλαδή δέν ἦταν ἁπλῶς μία σκέψι, ἀλλά ἔγινε μία πρᾶξις.

    Καί τότε ὁ Ἂγγελος τούς πῆρε ἰδαιτέρως καί τούς λέγει -μάλιστα λέγει ἐδῶ: «καλέσας τούς δυό κρυπτῶς», οὐδείς ἄλλος ἦτο παρά μόνον ὁ πατέρας καί ὁ γιός- καί τούς λέγει: «εὐλογεῖτε τόν Θεόν καί αὐτῷ ἐξομολογεῖσθε καί μεγαλωσύνην δίδοτε αὐτῷ καί ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ ἐνώπιον πάντων τῶν ζώντων, περί ὧν ἐποίησε μεθ’ ὑμῶν.» (Τωβ. 12, 6) Προσέξτε· ἀκολουθεῖ -ὅσα θά τούς πῆ ὁ Ἂγγελος- μία ἀποφθεγματική… ἀποφθεγματική, δηλαδή πολύ σύντομη μέ πολύ σύντομες προτάσεις διδασκαλία ἠθική πού ἀναφέρεται «πῶς νά ζοῦν καί νά πολιτεύωνται». Καί κατόπιν φυσικά ὁ Ἄγγελος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτόν του.

     Ἐδῶ τούς λέγει: «Δοξάσατε τόν Θεόν» τόσο πού θά νόμιζε κανένας -γιατί ἔτσι καί εἶναι- ὅτι τό βιβλίο αὐτό ἐγράφτηκε, ἢ ἄν θέλετε ἡ ἱστορία αὐτή ἔγινε καί ἐν συνεχείᾳ τό βιβλίο αὐτό ἐγράφτηκε μέ τοῦτον τόν ἀντικειμενικόν σκοπόν: νά δοξασθῆ ὁ Θεός. Ὅλα τ’ ἂλλα στέκονται δευτερεύοντα. Τοῦ ὅτι τό βιβλίο αὐτό μέσα εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη στέκεται ἕνα πρότυπον πνευματικῆς οἰκογενείας, αὐτό εἶναι δευτερεῦον. Πρωτεῦον εἶναι: νά δοξασθῆ ὁ Θεός.

    Προσέξατε! τό νά φτιάξωμε μία οἰκογένεια εὐτυχισμένη δέν εἶναι τό πρωτεῦον. Τό πρωτεῦον εἶναι διά τῆς εὐτυχισμένης οἰκογενείας νά δοξάζεται ὁ Θεός. Καί ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος πού ζεῖ μέσα σέ μία κοινωνία δέν πρέπει νά καυχιέται ὅτι αὐτός εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος καί ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε. Ὂχι! ἀλλά διότι ἡ παρουσία του ἀπολήγει στή δόξα τοῦ Θεοῦ· διότι αὐτός εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ὑπάρξεως τῶν πάντων.

     Ὅπως λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «ἐξ οὗ καί δι’ οὗ καί εἰς αὐτόν τά πάντα», δηλαδή ὅλα εἶναι ἀπό τό Θεό, ὅλα μέ τό Θεό καί ὅλα γιά τό Θεό. Ἐάν δέν κλείση αὐτός ὁ κύκλος, ὅλα νά φύγουν ἀπό τό Θεό καί νά γυρίσουνε πάλι εἰς τόν Θεό, τότε ὑπάρχει ἁμάρτημα. Ὅλα λοιπόν πρέπει νά ἀπολήγουν εἰς τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.

    Γι’ αὐτό λέγει: «ἀγαθόν τό εὐλογεῖν τόν Θεόν καί ὑψοῦν τό ὄνομα αὐτοῦ, τούς λόγους τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ ἐντίμως ὑποδεικνύοντες, καί μή ὀκνεῖτε ἐξομολογεῖσθαι αὐτῷ.» Νά δείχνετε πάντα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, νά τά λέτε στούς ἀνθρώπους, μή τεμπελιάζετε νά λέτε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Διότι λέγει, τό νά κρύπτη κανείς τίς βουλές του Βασιλέως εἶναι φρόνιμον, διότι πάντοτε ἐκεῖνα πού σκέπτεται ἕνας Βασιλιάς, ἕνας ἄρχοντας δέν πρέπει νά ἀνακοινοῦνται εἰς τόν κόσμον˙ ἔχει καί μυστικά σχέδια ἕνας ἄρχων. 

    Ἀλλά ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὅμως ὁ Θεός ἐργάζεται πρέπει νά ἀνακοινοῦνται, γιά νά δοξάζεται ἀκριβῶς ὁ Θεός. Γι’ αὐτό τούς λέγει νά δοξάζετε τόν Θεόν «ἐνώπιον πάντων τῶν ζώντων», μπροστά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά δοξάζετε τόν Θεόν. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα αὐτό ὁ,τιδήποτε κι ἄν ἔχωμε καί νά μᾶς συμβαίνη πάντα νά δοξάζωμε τόν Θεόν εἰς τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

    Καί συνεχίζει: «Ἀγαθόν ποιήσατε, καί κακόν οὐχ εὑρήσει ὑμᾶς» Νά μετέρχεσθε, λέγει, πάντα κάτι ἀγαθόν καί κακό ποτέ δέν θά σᾶς εὕρη.

    «Ἀγαθόν προσευχή μετά νηστείας καί ἐλεημοσύνης καί δικαιοσύνης» Σ’ αὐτό τό στίχο ἔχομε ὅλο τό νόημα τῆς νηστείας. Τί λέγει; Μιά πού τώρα μετερχόμαστε τή σαρακοστή, ἄς τό προσέξωμε τό σημεῖο αὐτό. Εἶναι καλό πρᾶγμα, λέγει, ἡ προσευχή νά συνοδεύεται μέ τά ἑξῆς τρία πράγματα: μέ τήν νηστεία, μέ τήν ἐλεημοσύνη καί μέ τήν ἀρετήν -δικαιοσύνη θά πῆ ἀρετή-. Προσέξτε! ἡ προσευχή νά συνοδεύεται μέ τήν νηστεία. Ἀκούσατε αὐτό; μέ τήν νηστεία. Γιατί πολλοί λένε: «καί τί εἶναι ἡ νηστεία;» καί «ποῦ τό γράφει ἡ Ἁγία Γραφή γιά τή νηστεία;» Καί πού λένε οἱ χιλιασταί: «ποῦ τό γράφει ἡ Ἁγία Γραφή γιά τή νηστεία;» Λοιπόν· ἡ νηστεία, ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ ἀρετή. Ἂν αὐτά τά τρία πράγματα ὑπάρχουν, τότε ἡ προσευχή μας γίνεται ἀκουστή εἰς τόν Θεόν.

    Τότε λέγει: «ἐνῶ ἀκόμη ὁμιλεῖς» λέγει ὁ Θεός «ἰδού ἐγώ πάρ’ εἰμί», εἶμαι παρών. Παιδιά, πολλές φορές κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες -πολλές φορές!- ὅταν κρίνη βεβαίως ὁ Θεός, πολλές φορές πρίν τελειώσωμε τήν προσευχή μας, τό αἴτημά μας ἔχει ἔλθει. Ἔχει ἔλθει! Ὅταν ὑπάρχουν αὐτά τά τρία -θά τό ξαναπῶ- νηστεία, ἐλεημοσύνη καί ἀρετή.

    «Ἀγαθόν τό ὀλίγον» Αὐτή ἡ ἐπανάληψις τοῦ «ἀγαθόν καί ἀγαθόν», εἶναι σάν νά λέγαμε τοῦτο: καλόν εἶναι αὐτό, καλόν εἶναι αὐτό. Ὥς νά εἶναι μία ἀπάντησις σέ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θά ’λεγαν «καί τί μπορεῖ νά εἶναι κάλον;». «Ἀγαθόν τό ὀλίγον μετά δικαιοσύνης ἢ πολύ μετ’ ἀδικίας.» Ἐδῶ ἡ λέξις δικαιοσύνη ἔχει τήν στενήν σημασίαν πού σημαίνει δικαιοσύνη, ὅ,τι λέει ἡ λέξις παρ’ ἡμῖν στήν σύγχρονη γλῶσσα. Εἶναι καλό πρᾶγμα νά ἔχης λίγο καί αὐτό τό λίγο νά εἶναι κερδισμένο μέ δικαιοσύνη καί μέ ἀρετή, παρά νά ἔχης πολύ καί αὐτό τό πολύ νά εἶναι κερδισμένο μέ ἀδικία.

    Μάλιστα σ’ αὐτό τό σημεῖο ἐπειδή ἀναφερόμεθα στίς σχέσεις τῶν συζύγων καί στήν οἰκογενειακή κατάστασι, ποτέ δέν πρέπει ἡ γυναῖκα νά πιέζη τόν σύζυγό της νά ἔχη περισσότερα χρήματα, διότι ὁ σύζυγος πολλές φορές θά ἀναγκαστῆ νά κάνη καί ἄλλες δουλειές καί κάποτε ἀνέντιμες δουλειές καί ὕποπτες δουλειές, μόνο καί μόνο γιά νά ἱκανοποιῆ τίς φιλοδοξίες καί τήν πλεονεξία τῆς συζύγου.     

    Ποτέ μή πιέζετε τόν σύζυγό σας νά λέτε: «δέν μᾶς φθάνουν τά χρήματα, θέλομε κι ἀλλά χρήματα». Ποτέ! Ἡ γυναῖκα πάντα πρέπει νά λέγη ὅτι «ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπάρχουν εἶναι ἐπαρκῆ». Δέν θέλω νά πῶ τήν περίπτωσι πού δίνει ὁ σύζυγος ἑκατό δραχμές τήν ἑβδομάδα -μέ σύγχρονα χρήματα, προσέξτε, μέ σύγχρονες τιμές, ἑκατό δραχμές τήν ἑβδομάδα- γιά νά περάση ἡ γυναῖκα στό σπίτι· καί πρέπει νά μαγειρέψη, πρέπει νά ψωνίση… πρέπει… Πῶς; Μέ ἑκατό δραχμές; Τί; Προσέξτε· κι ἐκεῖνος νά παίρνη πολλά χρήματα, ἀλλά νά μή τῆς δίνη χρήματα. Αὐτό εἶναι φοβερό πρᾶγμα· αὐτό εἶναι φοβερό! Δέν ἐννοῶ αὐτή τήν περίπτωσι· ἐννοῶ, ὅταν ὑπάρχη αὐτό τό ταμεῖον μέσα εἰς τό σπίτι κατά ἕναν τρόπο πού δέν θά εἶναι διαχειριστής οὔτε ὁ ἄνδρας οὔτε ἡ γυναῖκα, ἀλλά καί ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα. Τά χρήματα δέν θά εἶναι στήν τσέπη τοῦ ἀνδρός νά τά κρατάη πάντα μαζί του, ὅπου πηγαίνει πάντα μαζί του, ὥστε ἡ γυναῖκα, ὅταν βγάζει ὁ σύζυγος τό παντελόνι καί τό κρεμμᾶ στήν κρεμάστρα, νά πάη νά ψάχνη τίς τσέπες νά πάρη χρήματα. Αὐτά τά πράγματα γίνονται. Αὐτά εἶναι φοβερά πράγματα! Τά χρήματα θά εἶναι σ’ ἕνα σημεῖο καί ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη ἡ γυναῖκα θά πάρη ἀπό ’κεῖ, καί ὁ σύζυγος ἀπό ’κεῖ τό ἴδιο. Οὔτε θά ζητάη ἡ γυναῖκα ἀπό τόν ἄνδρα χρήματα, οὔτε ὁ ἄνδρας ἀπό τήν γυναῖκα· γιατί εἶναι καί τό ἀντίστροφο. Ὑπάρχουν γυναῖκες τόσο αὐταρχικές, πού κρατοῦν τά χρήματα καί δίνουν χαρτζιλίκι στόν σύζυγο. Ναί! εἶναι καί τό ἀντίστροφο! Ὅλα αὐτά εἶναι ἀντιοικογενειακά πράγματα. Τίποτα. Τά χρήματα κάπου, σ’ ἕνα σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ καί θά πάρουν νά ξοδέψουν μετά λογικῆς καί μετά συνέσεως καί ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα. Ἐκεῖ στό σημεῖο αὐτό ποτέ δέν θά πῆ ἡ γυναῖκα εἰς τόν ἄνδρα -νά τόν πιέζη- ὅτι «δέν φθάνουν τά χρήματα». Καί ὁ ἄνδρας πνίγεται καί δέν ξέρει τί νά κάνη… καί δέν ξέρει πού νά πάη… νά δευτεροδουλέψη γιά νά βγάλη πιό πολλά… γιά νά ἱκανοποιήση τήν πλεονεξία ἢ τήν φιλοδοξία τῆς γυναικός του.

    «Καλόν ποιῆσαι ἐλεημοσύνην ἢ θησαυρίσαι χρυσίον» (Τωβ. 12, 8) Εἶναι καλόν μᾶλλον νά κάνη κανείς ἐλεημοσύνη παρά νά ἀποταμιεύει στήν τράπεζα χρυσάφι. «ἐλεημοσύνη γάρ ἐκ θανάτου ρύεται καί αὐτή ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν» (Τωβ. 12,9) Ἐνθυμεῖσθε εἶναι μία ἐπανάληψις τῶν ὅσων καί παλαιότερα ἔχομε πεῖ εἰς τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ», τά ὁποῖα αὐτά μετήρχετο ὁ Τωβίτ. Διότι λέγει ἡ ἐλεημοσύνη ἀπαλλάσσει ἀπό τόν θάνατον, καί τόν αἰώνιον θάνατον προπαντός, καί καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία.

    «οἱ δέ ποιοῦντες ἐλεημοσύνας καί δικαιοσύνας πλησθήσονται ζωῆς» (Τωβ. 12, 9) Αὐτοί πού μετέρχονται τήν ἐλεημοσύνη καί τήν ἀρετήν, αὐτοί θά γεμίσουν ἀπό ζωή˙ καί προπαντός ἀπό αἰώνιον ζωήν. «οἱ δέ ἁμαρτάνοντες πολέμιοι εἰσι τῆς ἑαυτῶν ζωῆς» (Τωβ. 12, 10) Προσέξτε αὐτό τό στίχο. Αὐτοί πού ἁμαρτάνουν εἶναι ἐχθροί τῆς ἴδιας των τῆς ζωῆς. Ὅταν παιδάκι μου, τό σκᾶς ἀπό τό σχολεῖο, ὅταν δέν ἀκοῦς τήν μητέρα σου, ὅταν πηγαίνης μέ παρέες στό «Φρούριο» ἢ κάπου ἀλλοῦ, εἶσαι ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ σου. Διότι ἐκεῖνος πού ἁμαρτάνει εἶναι πραγματικά ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ ἑαυτοῦ του! Πολλοί λένε: «καί ποιόν βλάπτω;» Τόν ἑαυτό σου βλάπτεις. Ἐκεῖνον πού ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἔβαλε σάν μέτρον γιά νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου. Τί εἶπε; «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σἑαυτόν» Αὐτό τό «ὡς σἑαυτόν» πού εἶναι τό μέτρο, ἐσύ τό καταστρέφεις˙ καί ἀφοῦ τό καταστρέφεις, πῶς εἶναι δυνατόν ποτέ νά κρατήσης -στερεῖται μέτρου!- νά κρατήσης μετά  ἕνα μέτρο γιά τόν ἑαυτό σου; Δέν ἔχεις πιά μετρό. Τό ’χασες.

    «Οὐ μή κρύψω ἀφ’ ὑμῶν πᾶν ρῆμα˙ εἲρηκα δή μυστήριον βασιλέως κρύψαι καλόν, τά δέ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτειν ἐνδόξως» (Τωβ. 12, 11) Σᾶς εἶπα· τό νά κρύπτη κανείς τά σχέδια τοῦ βασιλέως, ἔτσι πρέπει· ἀλλά τό νά ἀποκαλύπτη τά σχεδία τοῦ Θεοῦ, εἶναι σπουδαῖο.

     «Καί νῦν ὅτε προσηύξω σύ καί ἡ νύμφη σου Σάρρα, ἐγώ προσήγαγον τό μνημόσυνον τῆς προσευχῆς ὑμων, ἐνώπιον τοῦ ἁγίου˙» (Τωβ. 12,12) Πώ! πώ! Ἐδῶ τώρα γίνεται μία  ἀποκάλυψις. Καί νά! λέει. Ὅταν ἐσύ προσευχόσουνα, ἐσύ ὁ Τωβίτ, τότε πού προσευχόσουνα καί ἤσουνα σέ ἀπελπισία μέ τή γυναῖκα σου -τό θυμᾶσαι Τωβίτ;- καί ἡ νύφη σου ἡ Σάρρα, πού καί ἐκείνη ἦταν σέ ἀπελπισία διότι οἱ σύζυγοι της ἀπέθνησκον καί οἱ ὑπηρέτριες της τῆς εἶχαν πεῖ «ἄντε καί σύ νά πεθάνης καί πότε ἀπό ’σένα παιδί νά μή δοῦμε» -τά ἐνθυμεῖσθε αὐτά;- ἐγώ, λέγει, ἐγώ, ἐγώ πού εἶμαι μπροστά σας, προσήγαγον τό μνημόσυνον τῆς προσευχῆς, τήν μνήμην τῆς προσευχῆς ἐνώπιον τοῦ ἁγίου, ἐνώπιον τοῦ  Θεοῦ.

     Τί βλέπομε ἐδῶ παιδιά; Οἱ προσευχές μας προσάγονται -τά αἰτήματά μας- ἀπό τούς Ἀγγέλους εἰς τόν Θεόν. Ναί! προσάγονται ἀπό τούς Ἀγγέλους.

    Μάλιστα μέ τήν εὐκαιρία θά σᾶς ἔλεγα τό ἑξῆς: Ὃταν προσευχώμεθα σέ ἁγίους, πρός τιμήν τῶν ἁγίων, οἱ Ἂγγελοι μεταφέρουν τήν προσευχή μας καί παίρνομε τό αἴτημά μας ἀπό τόν Θεόν, ἀλλά πρός τιμήν τῶν ἁγίων. Δηλαδή δέν θαυματουργεῖ ὁ ἅγιος ἢ ἄν θέλετε θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τοῦ ἁγίου. Παρακαλᾶμε κάτι τήν Παναγία, παρακαλᾶμε κάτι τόν ἅγιον Ἀχίλλιο καί λοιπά… Ἂγγελοι μεταφέρουν τίς προσευχές μας· διότι οἱ ἅγιοι δέν πλανῶνται ἐπάνω στή γῆ. Εἶναι γνωστό αὐτό, δέν πλανῶνται ἐπάνω στή γῆ. Οἱ Ἂγγελοι λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μεταφέρουν τά αἰτήματά μας.

    «Καί ὅτε ἔθαπτες τούς νεκρούς» -φοβερή ἡ μνήμη τῶν οὐρανίων σωμάτων- καί τότε πού ἔθαπτες τούς νεκρούς -θυμόσαστε; πού πήγαινε κρυφά καί ἔθαπτε τούς νεκρούς;- «ὡσαύτως συμπαρήγμην σοί» (Τωβ. 12, 12) ἤμουνα μαζί σου.

    Πώ! πώ! θά μᾶς λέει κάπου εἰς τήν κρίσιν ὁ Θεός: «θυμᾶσαι πού ἔκανες ἐκεῖνο;» «Θυμᾶσαι πού ἔκανες ἐκεῖνο;» Καί θά μᾶς πιάση φρίκη μπροστά σ’ αὐτή τή μνήμη τοῦ οὐρανοῦ! φρίκη πραγματικά.

    «Καί ὅτε οὐκ ὤκνησας ἀναστῆναι καί καταλιπεῖν τό ἄριστόν σου, ὅπως ἀπελθών περιστείλῃς τόν νεκρόν, οὐκ ἔλαθές με ἀγαθοποιῶν, ἀλλά σύν σοί ἤμην» (Τωβ. 12, 13) Καί θυμᾶσαι; Ἤτανε Πεντηκοστή, ὅταν κάθησες νά φᾶς σ’ ἕνα πλούσιο τραπέζι στό σπίτι σου -εἶχε ὅλα τά ἀγαθά- δέν τεμπέλιασες, ἅμα ἦρθε τό παιδί σου καί σοῦ εἶπε ὅτι «πατέρα βρῆκα κάποιον νεκρόν» νά σηκωθῆς νά πεταχτῆς. Αὐτό πού ἔγινε καί ἡ αἰτία νά τυφλωθῆ. Βλέπετε πολλές φορές ἐκεῖνα πού τά βλέπομε σάν «στραβό πού ἔρχεται», εἶναι μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τυφλώθηκε ἀπ’ αὐτό τό περιστατικό ὁ Τωβίτ, διότι ἔμεινε ἀπ’ ἔξω πού ἔπιασε νεκρόν καί κουτσούλησαν τά πουλιά τή νύχτα καί τυφλώθηκε. Θά ἔλεγε κανείς «πῆγα νά κάνω ἕνα καλό καί μοῦ βγῆκε ξινό». Ἂ! βλέπετε ἐδῶ; βλέπετε; Τότε λέγει πού πῆγες «δέν ὤμνησες» δέν τεμπέλιασες, ἀλλά ἐπῆγες «νά περιστείλης» νά μαζέψης τόν νεκρόν καί ἄφησες τό τραπέζι σου «οὐκ ἔλαθές με, ἀγαθοποιῶν» δέν διέφυγες τῆς προσοχῆς μου πού ἔκανες αὐτή τήν καλή πράξι˙ ἀλλά τί; ἤμουνα μαζί σου «ἀλλά σύν σοί ἤμην» ἤμουνα μαζί σου.

    Γιά σκεφθεῖτε παιδιά, ὅτι ὁ Ἂγγελός μας μᾶς βλέπει συνεχῶς καί μᾶς προστατεύει συνεχῶς. Εἶναι μιά πίστις πού, ὅταν μέσα μας εἶναι ζωντανή, αἰσθανόμεθα πολύ διαφορετικοί˙ ποτέ δέν αἰσθανόμεθα ὅτι εἲμεθα μόνοι εἰς τόν κόσμον αὐτόν.

    «Καί νῦν ἀπέστειλέ με ὁ Θεός ἰάσασθαί σε καί τήν νύμφη σου Σάρραν.» (Τωβ. 12, 14) Καί τώρα «σύν πᾶσι τούτοις» μέ ἔστειλε ὁ Θεός -μέ ἔστειλε ὁ Θεός!- νά θεραπεύσω ἐσένα καί τή νύφη σου τή Σάρρα.

    «Ἐγώ εἰμι Ραφαήλ» Ἀποκάλυψις! ἐγώ εἶμαι ὁ Ραφαήλ. Λέει καί τό ὄνομά του. «εἷς ἐκ τῶν ἑπτά ἁγίων ἀγγέλων, οἳ -οἱ ὁποῖοι- προσαναφέρουσι τάς προσευχάς τῶν ἁγίων». Βλέπετε οἱ Ἂγγελοι προσαναφέρουν, ὁδηγοῦν, τίς προσευχές τῶν ἁγίων. Θυμηθεῖτε ἀκόμη καί ἀπό τήν Ἀποκάλυψι. Δέν θέλω νά μείνω πιό πολύ γιά νά κλείσω τό σημεῖο αὐτό. «Καί εἰσπορεύονται ἐνώπιόν τῆς δόξης τοῦ ἁγίου.» (Τωβ. 12, 15)

     Ὅταν ἄκουσαν ὁ Τωβίτ καί ὁ Τωβίας ὅτι εἶναι ὁ Ἂγγελος Ραφαήλ καί τούς εἶπε τόσα καί τόσα ἀπό τή ζωή τους, πού δέν μποροῦσε κανείς νά ξέρη παρά μόνο κάποιος πού τούς ἔβλεπε μυστικά, τότε ἐταράχθησαν καί οἱ δύο καί ἔπεσαν χάμω ξεροί. Καί τούς λέει ὁ Ἂγγελος: «μή φοβεῖσθε, εἰρήνη ὑμῖν ἐσται». Καί ὁ Χριστός ὅταν ἔβλεπε τούς μαθητάς Του νά ταράσσονται τούς ἔλεγε: «εἰρήνη ὑμῖν». Εἰρήνη νά ἔχετε, μή ταράσσεσθε. «τόν δέ Θεόν εὐλογεῖτε εἰς τόν αἰῶνα» (Τωβ. 12, 17) νά δοξάζετε πάντοτε τόν Θεόν «ὅτι οὐ τῇ ἐμαυτοῦ χάριτι, ἀλλά τῇ θελήσει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἦλθον, ὅθεν εὐλογεῖτε αὐτόν εἰς τόν αἰῶνα.» (Τωβ. 12, 18) Γι’ αὐτό λέγει, δέν ἦρθα μέ τή δική μου τή χάρι, ἀλλά μέ τή θέλησι τοῦ Θεοῦ μας, -προσέξτε!- «τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» διότι ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεός καί τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ Θεός καί τῶν Ἀγγέλων. Γι’ αὐτό συνεπῶς Ἐκεῖνον νά δοξάζετε, ὄχι ἐμένα.

    «Πάσας τάς ἡμέρας ὠπτανόμην ὑμῖν, καί οὐκ ἔφαγον οὐδέ ἔπιον» (Τωβ. 12, 19) ἐνῶ ἤμουνα μαζί σας πάντοτε καί μέ βλέπατε ὅλες αὐτές τίς μέρες, κι ὅλο αὐτό τόν καιρό, οὔτε ἔφαγα οὔτε ἤπια. Φυσικά καί τό πιάτο ἄδειαζε καί ὅλα ἐκινοῦντο κατά ἕνα τρόπο πού ἴσως νά ἐδίδετο ἡ ἐντύπωσις ἑνός ἀνθρώπου κανονικοῦ. Οὔτε ἔφαγα, οὔτε ἤπια «ἀλλά ὅρασιν ὑμεῖς ἐθεωρεῖτε» (Τωβ. 12, 19) Μπροστά σας εἴχατε μία ὅρασιν. Δέν εἶμαι ἄνθρωπος. Οὔτε ἔφαγα, οὔτε ἤπια. Μία ὅρασι εἴχατε, νομίζατε ὅτι βλέπετε ἕναν ἄνθρωπον.

    «Καί νῦν ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ» καί τώρα νά δοξάζετε τόν Θεόν «διότι ἀναβαίνω πρός τόν ἀποστείλαντά με» πηγαίνω σ’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε «καί γράψατε πάντα τά συντελεσθέντα εἰς βιβλίον» (Τωβ. 12, 20) καί ὅλα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἔγιναν νά τά γράψετε. Συνεπῶς ποιοί πρέπει νά ἔγραψαν τό βιβλίο αὐτό; Ἤ ὁ Τωβίτ ἤ  ὁ Τωβίας.

    Καί ἐνῶ ἦσαν πεσμένοι κάτω ἀπό τό φόβο τους, ὅταν σηκώθηκαν δέν εἶδαν πλέον κανέναν. Ὁ Ἂγγελος εἶχε  φύγει. Καί τότε ἄρχισαν νά δοξάζουν τό Θεό γιά τά μεγάλα Του ἔργα πού εἶχε δώσει εἰς αὐτούς.

    Ἀλλά προσέξατε· τό βιβλίο τοῦ «Τωβίτ» δέν ἐτελείωσε ἀκόμη. Διότι ἐδῶ κλείνει ἡ ἱστορία τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀγγέλου, ἀλλά ἡ ἱστορία συνεχίζει παρακάτω καί θά μᾶς δείξη τή ζωή παρακάτω καί τοῦ Τωβίτ καί τοῦ Τωβία. Καί ἔχει ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον παρακάτω.        

       Ἀλλά, πρῶτα ὁ Θεός, θά συνεχίσωμε τήν ἐρχομένη Κυριακή.

 
16η ομιλία στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης « Τωβίτ ».

►Όλες οι ομιλίες της Κατηγορίας :
"Τωβίτ. (Ὁμιλίες βασισμένες στό βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Τωβίτ).

" εδώ ⬇️
http://arnion.gr/index.php/p-thanasios-mytilina-os/milies-p-thanasiou/palaia-diauhkh/vivlion-tovit
↕️
https://youtube.com/playlist?list=PLxBsMI6pr40oED0GDYsRHnrDdY5_m61pt

Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Καραμίντζα.

Ψηφιοποίηση και επιμέλεια κειμένου δια χειρός του αξιοτίμου κ. Γεωργίου Μαλούση.

__⬇️Playlist "Ασπάλαθου".⬇️__
https://aspalathos21.blogspot.com/2021/07/blog-post_83.html?m=0

📃Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του πατρός Αθανασίου. ⬇️
https://athanasiosamvonas.blogspot.com/2021/04/blog-post_15.html?m=1

📜 Αποσπάσματα ομιλιών πατρός Αθανασίου ⬇️
https://athanasioslogos.blogspot.com/?m=0

__⬇️ Facebook ⬇️__
https://www.facebook.com/groups/1637818926362004/?ref=share

Κατάλογος ομιλιών πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.
https://drive.google.com/file/d/1JmrxaObMVyTA4_pS5yuMaQdoBf8-LwBP/view?usp=drivesdk

†.Πρός Δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.